Σοφία

Ο JEAN LE ROND D’ALEMBERT υπήρξε εξέχων μαθηματικός και ένας από τους χαρακτηριστικότερους εκφραστές του Γαλλικού Διαφωτισμού. Σε ένα άρθρο του για την «πειραματική φιλοσοφία» που περιλαμβάνεται στην περίφημη Εγκυκλοπαίδεια κάνει μια ενδιαφέρουσα δήλωση. Είναι κρίμα, γράφει, που δεν μπορούμε να συλλάβουμε την πραγματικότητα ενορατικά· να συλλάβουμε, δηλαδή, τα φαινόμενα μαζί με τις αιτίες τους. Αυτή η αδυναμία έχει να κάνει με τους περιορισμούς των νοητικών ικανοτήτων του ανθρώπου, γι’ αυτό είναι ανυπέρβλητη. Έτσι, αναγκαζόμαστε να καταφύγουμε στο πείραμα και στην επαγωγή. Ο d’Alembert βλέπει την πειραματική επαγωγή ως ένα φτωχό υποκατάστατο της αυθεντικής γνωστικής διαδικασίας, που δεν θα μπορούσε να είναι παρά εποπτική, καθολική και ακαριαία (τουτέστιν ενορατική).

Και όμως, σε αυτή την ανεπαρκή μέθοδο θεμελιώθηκε το γιγαντιαίο οικοδόμημα της σύγχρονης επιστήμης. Ό,τι έχουμε μάθει για τη φύση και για τον εαυτό μας προέρχεται από τη σχολαστική παρατήρηση, την υπομονετική ταξινόμηση και τη συστηματική γενίκευση των θραυσμάτων γνώσης που αποκομίζουμε από την επαφή μας με τον κόσμο. Στην πραγματικότητα, η οικειοθελής αποδοχή της γνωσιολογικής μας ανεπάρκειας σηματοδοτεί το πέρασμα από το ιδεώδες της καθολικότητας στο ιδεώδες της μεθόδου – από τον κόσμο της σοφίας στον κόσμο της επιστήμης. Και αυτό που κινητοποιεί τη συγκεκριμένη μετάβαση δεν είναι ασφαλώς η γοητεία της ατέλειας και της αποσπασματικότητας, αλλά ο διαφαινόμενος εκδημοκρατισμός της γνωστικής διαδικασίας.

Η επιστήμη έχει θέση για όλους, όχι μόνο για όσους έχουν το (συχνά ταξικό) προνόμιο να εποπτεύουν την πραγματικότητα από απόσταση και να συλλαμβάνουν την γενική κίνηση των πραγμάτων. Αυτή ακριβώς η δυνατότητα εκθρόνισης των αυθεντιών είναι που κινητοποιεί τους πρωταγωνιστές της Επιστημονικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού· αυτή η ίδια δυνατότητα είναι που μετατρέπει τη μαζικοποιημένη πλέον επιστήμη σε βασική κοινωνική δύναμη της νεοτερικότητας. Η ιδέα είναι ότι τώρα όλοι μπορούν να συμβάλλουν στην παραγωγή της γνώσης, όχι ως φωτισμένοι στοχαστές, αλλά ως εργάτες που, ακολουθώντας την κατάλληλη μέθοδο, θα φωτίζουν τη μια σκοτεινή γωνιά της φύσης μετά την άλλη. Η σοφία θα είναι το αποτέλεσμα αυτής της συλλογικής προσπάθειας και θα προέλθει από τη σύνθεση των αποτελεσμάτων της επιστημονικής εργασίας.

Μόνο που τα πρόσωπα που κάνουν αυτή τη σύνθεση δεν είναι τα ίδια με τα πρόσωπα που παράγουν τη γνώση. Όλοι μπορούν να συμμετάσχουν στη συναγωγή, τον έλεγχο και την επικύρωση των επιστημονικών αποτελεσμάτων. Δεν μπορούν όμως όλοι να συμμετάσχουν στη συγκέντρωση και τη σύνθεση αυτών των αποτελεσμάτων από τις οποίες προκύπτουν κατανοητές εικόνες της πραγματικότητας. Το σημείο στο οποίο η επιστημονική γνώση προσεγγίζει τη σοφία είναι και το σημείο στο οποίο η δημοκρατία υποχωρεί για να δώσει τη θέση της στην αυθεντία των ειδικών που αντλούν το κύρος τους όχι από την προνομιακή τους σχέση με τη γνώση, αλλά από την προνομιακή τους σχέση με την εξουσία.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 141, στις 8 Οκτωβρίου 2022.

Μαρτυρία

ΠΩΣ ΕΠΕΙΣΕ ο Γαλιλαίος τους συγχρόνους του για την εγκυρότητα των τηλεσκοπικών του παρατηρήσεων; Έγραφα στο προηγούμενο σημείωμα ότι οι συνάδελφοι του Γαλιλαίου, διακεκριμένοι καθηγητές Φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας τη στιγμή που ο ίδιος δεν ήταν παρά ένας χαμηλόμισθος καθηγητής μαθηματικών, αρνήθηκαν να κοιτάξουν μέσα από το τηλεσκόπιό του. Ό,τι κι αν έβλεπαν θα το ερμήνευαν είτε ως παραμόρφωση των φακών είτε ως «μετέωρο». Πρόκειται για ένα σοβαρό επιστημολογικό πρόβλημα, το οποίο στην πραγματικότητα δεν έχει λύση. Δύο άνθρωποι βρίσκονται μπροστά στην ίδια εικόνα, αλλά βλέπουν διαφορετικά πράγματα. Κι αυτό γίνεται, γιατί δεν βλέπουμε μόνο με τα μάτια μας, αλλά και με το μυαλό μας. Δεν μπορούμε να δούμε πραγματικά κάτι αν δεν διαθέτουμε τις κατάλληλες έννοιες και λέξεις για να το αντιληφθούμε, να το ταξινομήσουμε και να το εκφράσουμε. Άρα, τι χρησιμότητα έχει ένα απλό όργανο, όπως το τηλεσκόπιο του Γαλιλαίου; Ή, για να το διατυπώσουμε διαφορετικά, πότε ένα όργανο όπως το αναξιόπιστο τηλεσκόπιο του Γαλιλαίου γίνεται έγκυρο επιστημονικό όργανο;

Αυτή είναι μόνο μία από τις πολλές περιπτώσεις άλυτων επιστημολογικών γρίφων που συναντάμε στην Ιστορία της Επιστήμης. Ο Robert Boyle είναι λιγότερο γνωστός από τον Γαλιλαίο, αλλά η συμβολή του στη νεότερη επιστήμη υπήρξε εξίσου σημαντική. Μεταξύ άλλων, στον Boyle χρωστάμε την καθιέρωση του πειράματος ως έγκυρης γνωστικής διαδικασίας. Ο αντίπαλός του, Thomas Hobbes, ισχυριζόταν ότι τα συμπεράσματα που συνήγαγε ο Boyle από τη διεξαγωγή πειραμάτων δεν διέθεταν την αξιοπιστία και την εγκυρότητα των συμπερασμάτων που μπορούν να συναχθούν με τον μαθηματικό λογισμό. Ήταν έωλες γενικεύσεις επισφαλών εμπειρικών δεδομένων που αδυνατούσαν να συλλάβουν την πραγματική ουσία των υπό μελέτη φαινομένων. Πώς κατάφερε ο Boyle, σε πείσμα του χομπσιανού ορθολογισμού, να μετατρέψει την επισφαλή γνωσιολογική πρακτική του σε έγκυρη επιστημονική μέθοδο;

Η λύση και στις δύο περιπτώσεις προήλθε από την έξωθεν μαρτυρία. Ο Boyle κάλεσε στο εργαστήριό του gentlemen, οι οποίοι με την αμερόληπτη μαρτυρία τους εγγυήθηκαν την εγκυρότητα των πειραματικών του ευρημάτων, άρα και της μεθόδου του. Και ο Γαλιλαίος αξιοποίησε το διπλωματικό δίκτυο των Μεδίκων (την προστασία των οποίων είχε εξασφαλίσει ονομάζοντας τους δορυφόρους του Δία «Μεδικανούς Πλανήτες») για να μοιράσει τηλεσκόπια σε διάφορους ηγεμόνες της Ευρώπης: Αυτό που το μάτι της (κατά τεκμήριο φιλοσοφικά απαίδευτης) εξουσίας αντιλαμβάνεται ως αληθές δεν είναι εύκολο να αμφισβητηθεί από τους φιλοσόφους της Αυλής.

Στις κρίσιμες επιστημολογικές διαμάχες δεν υπάρχει αρχιμήδειο σημείο. Δεν υπάρχει κοινό έδαφος στο οποίο να μπορούν να πατήσουν οι αντιμαχόμενες πλευρές για να σταθμίσουν την εγκυρότητα των απόψεών τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η αποτελεσματική χρήση της πειθούς και η δημιουργία των κατάλληλων συμμαχιών παίζουν κρίσιμο ρόλο στον ορισμό της αλήθειας που θα θεμελιώσει τη νέα θέαση του κόσμου. Η επιστημονική αλλαγή είναι ένα πολύπλοκο παιχνίδι εξουσίας.

Αναφορές
Biagioli, M. (2006). Ο Γαλιλαίος αυλικός: Η πρακτική της επιστήμης στο πλαίσιο της κουλτούρας της απολυταρχίας (μτφρ. Η. Καρκάνης, επιμ. Μ. Ασημακόπουλος). Αθήνα: Κάτοπτρο.
Shapin, St. & Simon S. (1985). Leviathan and the Air-Pump: Hobbes, Boyle and the Experimental Life. Princeton: Princeton University Press.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 119, στις 23 Οκτωβρίου 2021.

Επιστημονική πολιτική

ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ των Σπουδών Επιστήμης και Τεχνολογίας, αλλά και στον χώρο της Φιλοσοφίας της Επιστήμης είναι σύνηθες να ασκείται κριτική στον επιστημονικό ορθολογισμό και στη συναρτημένη με αυτόν διανοητική υπεροψία. Ωστόσο, οι περισσότεροι ενεργοί επιστήμονες αντιμετωπίζουν απαξιωτικά τον αναστοχαστικό λόγο της επιστήμης, ταυτίζοντάς τον συχνά με ψευδοεπιστημονικές αντιλήψεις. Να, όμως, που σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο, κατά την οποία το μέλλον της κοινωνίας εξαρτάται από την ορθή άσκηση της επιστήμης, αυτή η τελευταία, αντί να εφαρμόζει τις αρχές που την έχουν αναγάγει σε πρότυπο ορθολογικότητας, καταφεύγει στον κοινό νου!

Γιατί τι άλλο είναι οι οδηγίες που δίνουν με στόμφο από τα παράθυρα των ΜΜΕ οι καθόλα άξιοι επιστήμονες, παρά συμβουλές βασισμένες στον κοινό νου; Κρατάτε τις αποστάσεις, πλένετε τα χέρια σας, φοράτε μάσκες. Χρειάζεται να είναι κανείς επιδημιολόγος ή λοιμωξιολόγος το 2020 για να δώσει αυτές τις συμβουλές; Το πρόβλημα δεν θα ήταν σοβαρό αν οι συγκεκριμένες συμβουλές ήταν πράγματι αποτελεσματικές. Η επιστήμη πάντα είχε τον τρόπο της να επωφελείται από την πείρα του παρελθόντος και την προφάνεια του κοινού νου. Όταν όμως οι συμβουλές αποδεικνύονται ανεπαρκείς, τότε οι επιστήμονες, αντί να εργαστούν επιστημονικά, κατηγορούν τους νέους, τη συλλογική ανευθυνότητα, την έκλυση των ηθών, τα πανηγύρια…

Τι σημαίνει να εργαστούν επιστημονικά; Κατ’ αρχάς, να ανιχνεύσουν προσεκτικά τη σχέση θεωρίας-πραγματικότητας. Λέγεται ΠΕΙΡΑΜΑ και έχει ενταχθεί στη φαρέτρα της επιστήμης από τον 17ο αιώνα. Εάν η εμπειρία δεν επιβεβαιώνει τη θεωρία, διορθώνουμε τη θεωρία, δεν κατηγορούμε την πραγματικότητα! Πολλοί από τους επιστήμονες των καναλιών, όχι μόνο δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται την κρίσιμη σημασία της συστηματικής πειραματικής δοκιμής, αλλά οργανώνουν τη δημόσια στρατηγική τους βασιζόμενοι σε μεγάλο βαθμό σε «προδημοσιεύσεις», δηλαδή σε προσωρινά πειραματικά αποτελέσματα των οποίων η οριστική επιβεβαίωση βρίσκεται ακόμα σε εκκρεμότητα.

Δεύτερον, λέγεται ΜΕΤΡΗΣΗ και έχει ενταχθεί στη φαρέτρα της επιστήμης από την αρχαιότητα. Οι περισσότεροι αριθμοί που ακούγονται από υπεύθυνα χείλη είναι παραπλανητικοί: ακριβείς μεν, εκτός πλαισίου δε. Οι αριθμοί για να πουν την αλήθεια τους πρέπει να συνδυαστούν. Αντί να κάνουν αυτό οι επιστήμονες των καναλιών, επικαλούνται μεγέθη που προκαλούν τρόμο, αλλά μεταφέρουν λάθος πληροφορίες. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθούν, πιθανότατα, να διορθώσουν την απόκλιση ανάμεσα στα θεωρητικώς αναμενόμενα αποτελέσματα της πολιτικής τους και την τρέχουσα κοινωνική πραγματικότητα. Αυτό, όμως, αποτελεί συμπεριφορικό έλεγχο και όχι συστηματική συγκέντρωση ποσοτικών δεδομένων από τα οποία μπορούν να εξαχθούν ασφαλή επιστημονικά συμπεράσματα.

Θα μπορούσε να πει κανείς, βεβαίως, ότι αυτός είναι ο δημόσιος λόγος της επιστήμης και δεν έχει σχέση με το τι γίνεται στο εργαστήριο. Τότε, όμως, οδηγούμαστε σε ένα παράδοξο: Η άσκηση δημόσιας πολιτικής από τους επιστήμονες οδηγεί στην υπονόμευση εκείνων ακριβώς των αρχών, βάσει των οποίων τους ανατέθηκε η άσκηση αυτής της πολιτικής.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 92, στις 12 Σεπτεμβρίου 2020.

Image credit: Andy Warhol και Jean-Michel, Basquiat, Paramount, 1984-5