Γνώση για τυφλούς ανθρώπους

ΤΥΧΑΙΝΕΙ ΝΑ ΒΛΕΠΟΥΜΕ. Να είμαστε, δηλαδή, ως είδος εφοδιασμένοι με την ικανότητα της όρασης. Αυτή η ικανότητα, όμως, δεν συνδέεται με τη ζωή με μια σχέση μεταφυσικής αναγκαιότητας. Υπάρχουν μορφές ζωής, οι οποίες δεν τη διαθέτουν. Όλα τα φυτά, προφανώς, αλλά και πολλά ζώα. Επίσης, δεν είναι συνδεδεμένη αναγκαστικά με την ιδιότητα του ανθρώπου. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι οι οποίοι δεν διαθέτουν αυτή την ικανότητα. Αυτό δεν τους κάνει λιγότερο ανθρώπους. Και, φυσικά, ανάμεσα στο βλέπω και το δεν βλέπω υπάρχουν όλες οι ενδιάμεσες καταστάσεις. Αν λοιπόν, η ικανότητα της όρασης είναι βιολογικά ενδεχομενική, τότε πώς γίνεται η γνώση μας για τον κόσμο να στηρίζεται αποκλειστικά σε αυτή; Από πού αντλεί τη γνωσιολογική της ανωτερότητα έναντι όλων των άλλων αισθήσεων;

Είναι αλήθεια ότι η όραση μας επιτρέπει να γνωρίσουμε από απόσταση και ίσως αυτό αποτελεί εξελικτικό πλεονέκτημα με την έννοια της έγκαιρης αποφυγής του επερχόμενου κινδύνου. Είναι ασφαλέστερο να γνωρίζεις μέσω της όρασης παρά μέσω των άλλων αισθήσεων. Το ερώτημα όμως δεν είναι ανθρωπολογικό, αλλά γνωσιολογικό. Τι σημαίνει ότι η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από την όραση, ενώ οι υπόλοιπες αισθήσεις περιορίζονται στην παροχή συμπληρωματικών και συνήθως δευτερεύουσας σημασίας πληροφοριών; Χωρίς την υποστήριξη της όρασης, σίγουρα δεν θα υπήρχε η αστρονομία ή η γεωμετρία. Επίσης, δεν θα υπήρχαν οι πειραματικές επιστήμες που στηρίζονται στη μαρτυρία και την οπτική επιβεβαίωση των πειραματικών αποτελεσμάτων. Αλλά, και πάλι, το ερώτημα δεν είναι τι θα στερούμασταν από ένα υποτιθέμενα πλήρες σώμα γνώσης χωρίς την επικουρία της όρασης. Είναι: πώς θα ήταν ο κόσμος που γνωρίζουμε αν στη διαδικασία απόκτησης της γνώσης πρωταγωνιστούσαν άλλες αισθήσεις;

Είναι τυφλός […] ή μάλλον ‘βλέπει’ με εντελώς διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι εμείς. Δεν υπάρχουμε γι’ αυτόν, με την ίδια έννοια που υπάρχουμε ο ένας για τον άλλον. Εμείς αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλον από την όψη του προσώπου και του σώματος. Η όψη αυτή είναι για τον ωκεανό ένα ανοιχτό παράθυρο. Αυτός μπαίνει κατευθείαν στο μυαλό μας.
…………………………………………………………………….Stanislaw Lem, Solaris

Ανούσιες σοφιστείες, θα πείτε. Ωστόσο, σκεφτείτε: Πώς θα γνώριζε ένας Θεός τον κόσμο; Ασφαλώς η γνώση του δεν θα περιοριζόταν από τις ατελείς ανθρώπινες δεξιότητες. Ένας Θεός δεν θα έβλεπε τον κόσμο, θα τον αντιλαμβανόταν με όλους τους δυνατούς τρόπους. Πόσες διαφορετικές εκδοχές του κόσμου θα μπορούσε να γνωρίσει ο Θεός; Πώς θα μεταφραζόταν μια μορφή γνώσης του κόσμου σε μια άλλη; Και κυρίως: θα υπήρχε μια μορφή γνώσης στην οποία θα μπορούσαν να αναχθούν όλες οι υπόλοιπες; Δεδομένου ότι δεν υπάρχει τρόπος να αποδειχθεί πως αυτή η μορφή –αν υπήρχε– θα ήταν η όραση, το μόνο που επιτυγχάνουμε με την αναγνώριση της γνωσιολογικής πρωτοκαθεδρίας του οπτικού είναι η υποβάθμιση των τρόπων γνώσης που συνδέονται με τις υπόλοιπες αισθήσεις. Πόσοι κόσμοι δεν θα αποκαλύπτονταν «μπροστά στα μάτια μας» αν ποτέ ενεργοποιούσαμε γνωσιακά όλες τις αισθήσεις! Και πόσες προκλήσεις δεν θα αντιμετωπίζαμε στην προσπάθειά μας να μεταφράσουμε τη γνώση μας για έναν κόσμο στα εμπειρικά δεδομένα ενός άλλου!

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 96, στις 7 Νοεμβρίου 2020.

Image Credit: Εξωφυλλο της πρωτης αγγλικης εκδοσης του Solaris, Faber, Λονδινο 1971.

Κατατάξεις

ΕΚΑΝΑ ΤΟ ΛΑΘΟΣ να αναφερθώ στον Μπόρχες, στο προηγούμενο σημείωμα. Δεν είναι εύκολο να φύγεις από το σύμπαν του Μπόρχες, άπαξ και βρεθείς σ’ αυτό. Δεν είναι τόσο η βαρύτητα όσο η πολλαπλότητα και οι συνεχείς εννοιολογικές διαθλάσεις που κάμπτουν κάθε προσπάθεια απομάκρυνσης. Σήμερα, λοιπόν, θα ήθελα να παίξω το παιχνίδι των αντιγραφών – ένα παιχνίδι που ο Μπόρχες ήξερε να παίζει καλύτερα απ’ όλους, δημιουργώντας συχνά αντίγραφα από ανύπαρκτα πρωτότυπα.

Στο δοκίμιό του «Η αναλυτική γλώσσα του Τζον Ουίλκινς», ο Μπόρχες μιλάει για την κατάταξη των ζώων που  εμφανίζεται σε μια κινέζικη εγκυκλοπαίδεια με γενικό τίτλο Ουράνιο εμπόριο φιλάγαθων γνώσεων. Τα ζώα σε αυτή την εγκυκλοπαίδεια διαιρούνται στις ακόλουθες κατηγορίες: «α) αυτά που ανήκουν στον Αυτοκράτορα, β) βαλσαμωμένα, γ) εξημερωμένα, δ) βυζανιάρικα, ε) γοργόνες, στ) μυθικά, ζ) αδέσποτα σκυλιά, η) αυτά που ανήκουν στην παρούσα ταξινόμηση, θ) αυτά που κάνουν σαν τρελά, ι) αναρίθμητα, ια) αυτά που είναι ζωγραφισμένα μ’ έναν πολύ λεπτό χρωστήρα από καμηλότριχες, ιβ) και τα λοιπά, ιγ) αυτά που μόλις έσπασαν τη στάμνα, ιδ) αυτά που από μακριά φαίνονται σαν μύγες» (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης).

Το απόσπασμα παρατίθεται στην αρχή του βιβλίου του Μισέλ Φουκώ Οι λέξεις και τα πράγματα και μάλιστα ο Φουκώ αποδίδει την σύλληψη του έργου του στο συγκεκριμένο γραπτό του Μπόρχες: «Είναι το γέλιο που προκαλεί η ανάγνωσή του και που κλονίζει όλες τις οικειότητες της σκέψης (…), το γέλιο που ταράζει όλες τις τακτοποιημένες επιφάνειες και όλα τα επίπεδα, όσα σωφρονίζουν για λογαριασμό μας την δαψίλεια των όντων, κάνοντας να ταλαντεύεται και να ανησυχεί επί μακρόν η χιλιόχρονη πρακτική μας του Ίδιου και του Άλλου» (μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης).

Όπως ο Φουκώ αντιγράφει τον Μπόρχες, έτσι κι ο Μπόρχες αντιγράφει τον Χιουμ για να εξηγήσει τη γοητεία που τού ασκούν οι «διφορούμενες, πλεονάζουσες ή ελλιπείς κατατάξεις» που εμφανίζονται σε διάφορα συμβολικά συστήματα. Προφανώς, δεν μπορεί να υπάρξει ταξινόμηση του σύμπαντος που να μην είναι υποθετική ή αυθαίρετη, σημειώνει, επειδή απλούστατα δεν ξέρουμε τι είναι το σύμπαν. «Ο κόσμος –γράφει ο Ντέιβιντ Χιουμ– μπορεί να είναι η άτσαλη ζωγραφιά ενός θεού-παιδιού, που την παράτησε μισοτελειωμένη, ντροπιασμένος για το χάλι της· έργο ενός κατώτερου θεού, που λοιδορείται από τους ανώτερους· το συγκεχυμένο δημιούργημα μιας εσχατόγηρης και απόμαχης θεότητας, που σήμερα είναι πια νεκρή.» Ας πάμε ακόμα πιο μακριά, συνεχίζει ο Μπόρχες, κι «ας υποθέσουμε πως δεν υπάρχει σύμπαν, με τη συγκροτημένη, ενωτική έννοια που έχει αυτή η μεγαλεπήβολη λέξη. Αν υπάρχει, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, είναι να υποθέσουμε τους σκοπούς του· το μόνο που  μπορούμε να κάνουμε, είναι να υποθέσουμε τις λέξεις, τους ορισμούς, τις ετυμολογίες, τα συνώνυμα του μυστικού λεξικού του Θεού.»

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 53, στις 8 Δεκεμβρίου 2018.

Ιστορίες

ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ το σημείωμα του προηγούμενου φύλλου, θυμήθηκα μια σκηνή από την ταινία του Terry Gilliam, The Imaginarium of Doctor Parnassus, όπου οι μοναχοί ενός βουδιστικού μοναστηριού «αφηγούνται τις ιστορίες που κρατούν τον κόσμο ζωντανό». Βέβαια, όταν ο διάβολος τους κάνει να σωπάσουν, ο κόσμος… δεν παθαίνει τίποτα. Θυμήθηκα όμως και το υπέροχο κείμενο του Μπόρχες, «Οι τέσσερις κύκλοι».

Τέσσερις είναι όλες κι όλες οι ιστορίες που αφηγούμαστε, γράφει ο Μπόρχες. Η πρώτη μιλάει για την υπεράσπιση μιας χαμένης υπόθεσης. Η Τροία ήταν καταδικασμένη από τη στιγμή που ο Πάρις ερωτεύτηκε την Ελένη. Ο Αχιλλέας γνώριζε ότι θα πεθάνει πριν τη νίκη. Κι όμως, κι οι δυο πλευρές μάχονταν σαν να μη γνώριζαν – λες κι οι τύχες τους ήταν στα χέρια τους κι όχι στα χέρια των θεών. Λες κι ο Δούρειος Ίππος ήταν σε θέση να καθορίσει την προδιαγεγραμμένη έκβαση της μάχης.

Η δεύτερη ιστορία, που συνδέεται με την πρώτη, όπως παρατηρεί και ο Μπόρχες, είναι η ιστορία μιας επιστροφής. Η αναζήτηση του δρόμου προς την εστία, η απώλεια προσανατολισμού και ο κρυφός φόβος γι’ αυτό που θ’ αντικρύσουμε όταν φτάσουμε στον προορισμό μας. Ο Οδυσσέας διστάζει: Μήπως είναι καλύτερα να περιπλανιέται για πάντα, αντί να βιώσει τη ματαίωση και την ταπεινωτική ανάδυσή του από τη λήθη;

Η τρίτη ιστορία είναι η ιστορία της αναζήτησης ενός πολύτιμου αντικειμένου που, με κάποιο τρόπο, αντιπροσωπεύει τις μαγικές δυνάμεις της ζωής. Η αναζήτηση συνήθως έχει αίσιο τέλος: Τα μήλα των Εσπερίδων, το Χρυσόμαλλο Δέρας… Αλλά μπορεί επίσης να στεφθεί από τη ματαίωση (πάλι) και τον θάνατο: Το Δέντρο της ζωής των κονκισταδόρες, το Ιερό Γκράαλ των τυχοδιωκτών και ο Μόμπι Ντικ του πλοιάρχου Έιχαμπ.

Η τέταρτη ιστορία είναι η ιστορία της θυσίας ενός θεού. Ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου παραδίδει τον εαυτό του στον Σταυρό, ο Όντιν κρέμεται πληγωμένος εννιά νύχτες από ένα δέντρο, ο Άττις της Φρυγίας αυτο-ακρωτηριάζεται. Θυσία όλοι σε μια άλλη εκδοχή του εαυτού τους, προκειμένου να πραγματοποιηθεί ένα πεπρωμένο –η σωτηρία, η γνώση, η καρποφορία– που είναι πάνω από τις δυνάμεις των θεών και πέρα από την κατανόηση των ανθρώπων.

«Τέσσερις είναι αι οι ιστορίες. Στο χρόνο που μας μένει, θα συνεχίσουμε να τις αφηγούμαστε, μεταμορφωμένες», γράφει ο Μπόρχες. Γιατί είναι ο μόνος τρόπος να μιλήσουμε γι’ αυτό που διαρκεί και γι’ αυτό που αλλάζει, για τις δυνάμεις που κυβερνούν τον κόσμο και για το πεπρωμένο που χλευάζει τη βούληση των ανθρώπων. Γιατί είναι ο μόνος τρόπος να εξορκίσουμε τη ματαίωση και να βιώσουμε την εκπλήρωση, να αναγνωρίσουμε τους ομοίους μας και να πορευτούμε μαζί τους στο σκοτάδι. Αυτές οι τέσσερις ιστορίες.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 52, στις 24 Νοεμβρίου 2018.