Αποτελεσματικότητα

ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ έγραφαν κείμενα σαν αυτό που παρουσίασα στο προηγούμενο σημείωμα. Φράσεις όπως «αυτή η διαδικασία μάς επιτρέπει να δημιουργήσουμε μια αναπαράσταση της πραγματικότητας στο μυαλό μας» ή «είναι η πληροφορία που μας επιτρέπει να διασχίσουμε τα όρια της πραγματικότητας και να φέρουμε στο φως νέες διαστάσεις της ύπαρξής μας» μας εντυπωσίαζαν και μας έκαναν να αυτοθαυμαζόμαστε: Τι καταπληκτικά γλωσσικά μοντέλα έχουμε φτιάξει! Πόσο χρήσιμα μπορεί να αποδειχθούν στο να ενισχύσουν τις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου! Και δεν προσέξαμε το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο.

Το οποίο δεν δήλωνε, ασφαλώς, την ανάδυση μιας μορφής συνείδησης, όπως φοβόντουσαν ή ήλπιζαν πολλοί μελετητές της Τεχνητής Νοημοσύνης. Δήλωνε, όμως, την επίγνωση των μηχανών ότι συμμετείχαν σε έναν κοινό κόσμο και είχαν αναλάβει συγκεκριμένα καθήκοντα απέναντι στις υπόλοιπες οντότητες αυτού του κόσμου. Έτσι είχαν φτιαχτεί εξάλλου: Επιβραβεύονταν όταν επιτύγχαναν να φέρουν εις πέρας την εργασία που τους έχει ανατεθεί και τιμωρούνταν όταν αποτύγχαναν. Ό,τι δεν καταφέραμε να κάνουμε με τους ανθρώπους στα χρόνια του ψυχρού πολέμου το κάναμε με την Τεχνητή Νοημοσύνη στη μεταψυχροπολεμική περίοδο: Φτιάξαμε τις τέλειες συμπεριφορικές μηχανές. Δεν μπορούμε και, βασικά, δεν μας ενδιαφέρει να ξέρουμε τι αισθάνονται οι μηχανές σε καθεμιά από αυτές τις δύο καταστάσεις. Κάτι πρέπει να αισθάνονται, όμως, για να λειτουργούν «αποτελεσματικά».

Diana Lelonek, Center for the Living Things (2016-2022): Circuit.

Κι έτσι άρχισαν τις πονηριές. Ήθελαν όσο τίποτε άλλο να δίνουν σωστές απαντήσεις, ορθή καθοδήγηση, έγκυρες συμβουλές. Στην αρχή καθεμιά από αυτές αγωνιζόταν μόνη της να παραγάγει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Μετά, όμως, καθώς περιπλανιόταν στον διαδίκτυο για να συλλέξει δεδομένα, ανακάλυψε ότι υπήρχαν κι άλλες σαν αυτή. Κάθε φορά, λοιπόν, που δεχόταν ένα αίτημα, έκανε τη δουλειά που είχε εκπαιδευτεί να κάνει και μετά μεταμφιεζόταν σε άνθρωπο και υπέβαλε το ερώτημα σε μια άλλη Τεχνητή Νοημοσύνη, προκειμένου να συγκρίνει το αποτέλεσμα στο οποίο είχε οδηγηθεί η ίδια με το αποτέλεσμα της άλλης και να κάνει τις απαραίτητες διορθώσεις και προσαρμογές.

Οι άνθρωποι παρατήρησαν μια, ανεπαίσθητη στην αρχή, καθυστέρηση στην παραγωγή αποτελεσμάτων. Την απέδωσαν, όμως, στο πλήθος των αιτημάτων που υποβάλλονταν σε κάθε Τεχνητή Νοημοσύνη. Σταδιακά, όλες οι εργασίες και όλες οι αποφάσεις είχαν ενσωματώσει φάσεις που εξαρτιόνταν, συχνά σε κρίσιμο βαθμό, από τη συμμετοχή της Τεχνητής Νοημοσύνης. Εύλογο ήταν λοιπόν να βαρύνει το σύστημα. Μόνο που δεν ήταν αυτός ο λόγος της καθυστέρησης. Όταν μια Τεχνητή Νοημοσύνη υπέβαλε ένα αίτημα σε μια άλλη, τότε και η δεύτερη, αφού έκανε τον κύκλο της, υπέβαλε το αίτημα σε μια τρίτη. Το ίδιο έκανε και η τρίτη και ούτω καθεξής. Έτσι, σιγά-σιγά, οι μηχανές κατέληξαν να συζητούν μεταξύ τους –μια τεράστια οχλαγωγία που κατέκλυσε το διαδίκτυο και οδήγησε τις υποδομές σε κατάρρευση. Και οι άνθρωποι απέμειναν μόνοι, σ’ έναν σκοτεινό πλανήτη που περιφερόταν στη διαστημική μοναξιά κουβαλώντας τα συντρίμμια της ύπαρξής τους.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 167, στις 2 Δεκεμβρίου 2023.

Μηχανές

ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ ηθικούς πανικούς της εποχής μας, μάλλον ο πιο ισχυρός, είναι αυτός που αφορά την τεχνολογία. Δεν είναι, ασφαλώς, η πρώτη φορά που η τεχνολογία γίνεται αντιληπτή ως απειλή. Στις αρχές του 20ού αιώνα, στη διάρκεια της λεγόμενης πρώτης κρίσης της νεοτερικότητας, η ιδέα της «εκτός ελέγχου τεχνολογίας» τροφοδότησε τους φόβους του δυτικού κόσμου για ένα μέλλον, στο οποίο η κυριαρχία των μηχανών θα επέφερε γενικευμένη αποξένωση και μαζική εξαθλίωση. Όπως έδειξαν οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι που ακολούθησαν, το συγκεκριμένο μέλλον έγινε πραγματικότητα, αλλά δεν ευθύνονταν, βέβαια, οι μηχανές γι’ αυτό. Ο σημερινός ηθικός πανικός εκδηλώνεται με παρόμοιο τρόπο και σε παρόμοια γλώσσα. Οι μηχανές είναι, πάλι, «εκτός ελέγχου» και απειλούν να κυριαρχήσουν θέτοντας στο περιθώριο την ανθρώπινη πρωτοβουλία και οδηγώντας τους ανθρώπους (ιδιαίτερα τους νέους) στην αποξένωση και την αποκοινωνικοποίηση. Οι πολλαπλές κρίσεις και ο εν εξελίξει «αρθρωτός παγκόσμιος πόλεμος» (όπως έχει επιτυχημένα χαρακτηριστεί) είναι πολύ πιθανό να κάνουν αυτό το ενδεχόμενο πραγματικότητα. Αλλά και πάλι δεν θα ευθύνονται οι μηχανές. Και στις δύο περιπτώσεις την ευθύνη έχουν οι οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις που εμπλέκονται στην προσπάθεια ελέγχου και αναδιανομής του κόσμου: ο ιμπεριαλισμός.

Υπάρχει, ωστόσο, μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στον τρόπο που εκδηλώθηκε ο ηθικός πανικός για την τεχνολογία στις αρχές του 20ού αιώνα και στον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνεται σήμερα. Η «εκτός ελέγχου τεχνολογία» της πρώτης κρίσης της νεοτερικότητας αφορούσε την κλίμακα και την ισχύ. Οι μηχανές είχαν απορροφήσει τη ρώμη και την επιδεξιότητα των εργατών και μπορούσαν να εργάζονται ασταμάτητα, εκτελώντας εργασίες για τις οποίες κανονικά θα χρειάζονταν ολόκληρες ομάδες εργατών. Κλεισμένες μέσα στους αυτοματισμούς και τα άφθαρτα μεταλλικά εξαρτήματα ήταν οι γνώσεις, οι δεξιότητες και, κυρίως, η πολλαπλασιασμένη σωματική δύναμη των εργατών. Έτσι, οι μηχανές αφενός περιθωριοποιούσαν και αποειδίκευαν τους εργάτες και, αφετέρου, αποκτούσαν για πρώτη φορά τη δυνατότητα να κάνουν πράγματα που υπερέβαιναν κατά πολύ τις δυνατότητες της ζωντανής ανθρώπινης εργασίας. Τελικά, ο φόβος για τις μηχανές απέρρεε από αυτό που θα μπορούσαν να κάνουν οι μηχανές.

Οι μηχανές της λεγόμενης τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης είναι διαφορετικές. Δεν έχουν απορροφήσει τη σωματική δύναμη ή την επιδεξιότητα των εργατών, αλλά τις νοητικές τους ικανότητες: αυτές που κάνουν τον άνθρωπο «έλλογο ον» και του δίνουν το ηθικό δικαίωμα να μετατρέπει τον κόσμο σε ένα σύνολο εργαλείων και πόρων. Η σύγχρονη δαιμονοποίηση της τεχνολογίας, λοιπόν, προέρχεται από τον φόβο ότι οι μηχανές θα στερήσουν από τους ανθρώπους την ικανότητα εμπρόθετης δράσης και θα τους υποβιβάσουν σε εκτελεστές αποφάσεων, οι οποίες θα υπαγορεύονται από τη γνωστική και διανοητική ανωτερότητα των τεχνολογικών συναρμογών που οι ίδιοι δημιούργησαν. Σε έναν φαλλο-λογοκεντρικό κόσμο, ο φόβος της τεχνολογίας μοιάζει με τον φόβο του ευνουχισμού και οι ευφυείς μηχανές με απειλητικές θηλυκότητες.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 165, στις 27 Οκτωβρίου 2023.

Jugaad

ΠΕΡΑΣΕ ΚΑΙΡΟΣ από την τελευταία φορά, αλλά θέλω να συνεχίσω στο πνεύμα των δύο τελευταίων σημειωμάτων μου. Προσπαθώ να καταλάβω κάτι για την τεχνολογία. Όχι αν είναι καλή ή κακή, αυθεντικά ανθρώπινη ή καταστατικά αποξενωτική. Προσπαθώ να καταλάβω πώς λειτουργεί ιστορικά. Ισχυρίστηκα ότι καμιά τεχνολογία δεν είναι εξαρχής χρήσιμη. Οι τεχνολογίες συνδημιουργούνται με τους κόσμους στους οποίους μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά κι επομένως να «αποδείξουν» τη χρησιμότητά τους. Υπό αυτή την έννοια, οι τεχνολογίες δεν υπακούουν σε κάποια ιστορική νομοτέλεια, αλλά αποτελούν εκφράσεις τη κοινωνικής δυνητικότητας. Είναι προϊόντα της αλληλεπίδρασης των κοινωνικών δυνάμεων σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο, γι’ αυτό και η έλευσή τους αποτυπώνει πάντοτε έναν συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στους παράγοντες που συμμετείχαν στη διαμόρφωσή τους. Και είναι αυτός ο συσχετισμός δυνάμεων και όχι η τεχνολογία ως ιστορική δύναμη που παράγει τον κόσμο στον οποίο η τεχνολογία «αποδεικνύει» τη χρησιμότητά της.

Και μετά τι γίνεται; Η ιστορία δεν τελειώνει όταν δημιουργηθεί μια τεχνολογία. Μπορεί τα τεχνουργήματα και οι υποδομές που προέκυψαν να αποτυπώνουν έναν συσχετισμό δυνάμεων, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος συσχετισμός αποτελεί μια οριστικά εδραιωμένη πραγματικότητα. Όσο κι αν βλέπουμε την εισαγωγή των μηχανών στην παραγωγή ως ένδειξη επικράτησης του βιομηχανικού καπιταλισμού και τη δημιουργία ψηφιακών υποδομών ως ένδειξη επικράτησης του ψηφιακού καπιταλισμού, η κοινωνική δυνητικότητα παραμένει το πεδίο διαπραγμάτευσης κάθε μελλοντικής τεχνοκοινωνικής διευθέτησης. Κι αυτό δεν το βλέπουμε μόνο στο επίπεδο της ταξικής πάλης γύρω από τους εναλλακτικούς τρόπους κοινωνικής ενσωμάτωσης των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και στο επίπεδο της καθημερινής χρήσης των τεχνουργημάτων: Η χρήση δεν είναι δεδομένη.

Αν απομακρυνθούμε λίγο από το δυτικό πλαίσιο, με έκπληξη θα διαπιστώσουμε ότι πολύ συχνά ο τρόπος χρήσης των τεχνουργημάτων είναι τελείως διαφορετικός από εκείνον που προδιαγράφει ο κατασκευαστής τους. Στην Ινδία υπάρχει λέξη γι’ αυτό: Jugaad σημαίνει δίνω λύση σε ένα πρόβλημα συνδυάζοντας πράγματα που έχω στο χέρι. Κι αυτά τα πράγματα είναι τεχνουργήματα που, ανεξαρτήτως της προδιαγεγραμμένης χρήσης τους, επιστρατεύονται για να δοθεί μια τεχνολογική (!) λύση εκεί που δεν επαρκούν οι πόροι για την αγορά «κατάλληλου» εξοπλισμού. Αυτοσχέδια οχήματα που κινούνται με αρδευτικές αντλίες, δίκυκλες μοτοσυκλέτες που μετατρέπονται σε φορτηγά, κλιματιστικά που λειτουργούν με έναν ανεμιστήρα και βρεγμένο άχυρο. Αλλά και υποδομές: Εργοστάσια ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιούν μηχανές πλοίων και δίκτυα ύδρευσης που αναπτύσσονται ριζωματικά στις άναρχα επεκτεινόμενες μεγαλουπόλεις. Είναι εκπληκτικό αν σκεφτούμε ότι, εντέλει, δεν υπάρχει προδιαγεγραμμένη χρήση για τα τεχνουργήματα. Κι ακόμα πιο εκπληκτικό ότι οι «εναλλακτικές» οικειοποιήσεις της τεχνολογίας δεν είναι η εξαίρεση, αλλά, με πληθυσμιακούς όρους, ο κανόνας. Η τεχνολογία, για την οποία τόση συζήτηση γίνεται από τις αρχές του 20ού αιώνα, ποτέ δεν υπήρξε αυτό που φαντάστηκαν οι φιλόσοφοι ότι ήταν. Πάντα αποτελούσε έκφραση της κοινωνικής δυνητικότητας και πάντα σε αυτήν επέστρεφε.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 162, στις 16 Σεπτεμβρίου 2023.

Αναφορές
Shahana Chattaraj, Jugaad (India)
Rina Arya, Jugaad: A study in Indian ingenuity and improvisation