Μονόλιθος

ΕΙΔΑ ΠΡΟΣΦΑΤΑ για δεύτερη φορά την ταινία του Stanley Kubrick, 2001. Οδύσσεια του Διαστήματος. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που την είδα πρώτη φορά και αυτό που κυρίως μου είχε μείνει ήταν οι σκηνές διαστημικής αιώρησης: η σιωπή κι η μοναξιά του διαστρικού χώρου. Φυσικά, η πρόσφατη συζήτηση για την Τεχνητή Νοημοσύνη, είχε γίνει αφορμή να ανακαλέσω τη σεκάνς με τον Hal 9000, το σύστημα Τεχνητής Νοημοσύνης του διαστημικού σκάφους, αν και ομολογώ ότι δεν θυμόμουν την δραματική ένταση με την οποία ο Kubrick περιγράφει τη θανάτωσή του. Ούτως ή άλλως, το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας είχε περάσει στη λήθη αφήνοντας πίσω του τη γενική εντύπωση ενός αισθητικά άρτιου και λεπτοδουλεμένου καλλιτεχνικού έργου.

Όπως συμβαίνει με όλα τα σημαντικά καλλιτεχνικά έργα, όμως, η ταινία του Kubrick είναι και μια πρόκληση για τον φιλοσοφικό στοχασμό. Μολονότι αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά ενός ευανάγνωστου μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας, η ταινία έχει μείνει στην ιστορία για τον διφορούμενο χαρακτήρα και την κρυπτικότητά της. Δεν πρόκειται για απλή διαστημική «περιπέτεια», αλλά για καταβύθιση σε ένα κλειστοφοβικό σύμπαν που δεν είναι σαφές αν περιβάλλει τον άνθρωπο ή αν υπάρχει εξολοκλήρου εντός του. Ίσα ίσα, το σημείο που φαίνεται ότι θέλει να αναδείξει ο σκηνοθέτης είναι ακριβώς η απουσία μιας οριοθετικής επιφάνειας ανάμεσα στο μέσα και στο έξω. Όχι ο πορώδης χαρακτήρας μιας τέτοιας επιφάνειας, η διαφάνεια ή η επιλεκτική διαπερατότητά της, αλλά η πλήρης απουσία της. Οι οντότητες του κόσμου είναι πτυχώσεις του συνεχούς. Και πτυχώσεις πτυχώσεων. Αν η ανθρώπινη συνείδηση είναι μια πτύχωση, όπως φαίνεται να υπονοεί η τελική σεκάνς της ταινίας, τότε τα ανθρώπινα δημιουργήματα είναι πτυχώσεις αυτής της πτύχωσης. Αλλά αυτό δεν τα τοποθετεί σε διαφορετικό επίπεδο από τον ίδιο τον άνθρωπο, παρά μόνο ως υπενθυμίσεις της προσωρινότητας και της ενδεχομενικότητας κάθε πτύχωσης.

Για τα σημερινά δεδομένα, η σεκάνς με την οποία ανοίγει η ταινία είναι μεγάλη και βαρετή: δεν υπάρχει καμία «δράση». Προανθρώπινες φιγούρες –«πίθηκοι»– που επί πολλή ώρα κινούνται άσκοπα σε μια στεγνή και αφιλόξενη σαβάνα. Δεν υπάρχει τίποτα το ειδυλλιακό και τίποτα το φιλοσοφικό στην απεικόνιση αυτής της κυριολεκτικά γυμνής πραγματικότητας. Δεν υπάρχει κανένα νόημα. Ακόμα και η εχθρότητα με μια άλλη ομάδα όμοιων όντων δεν σημαίνει τίποτα. Ακόμα κι παρουσία ενός θηρευτή που καταβροχθίζει ένα από αυτά δεν σημαίνει τίποτα. Και τότε είναι που εμφανίζεται ο μονόλιθος. Μια ψηλή, στιλπνή στήλη με οξείες ακμές και απόλυτο μαύρο χρώμα. Το τι αντιπροσωπεύει ο μονόλιθος στην ταινία του Kubrick έχει αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεων, πεπαιδευμένων εικασιών, ακόμα και ακαδημαϊκών εργασιών. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης αρνήθηκε πεισματικά να αποκαλύψει τη σημασία που απέδιδε στο συγκεκριμένο αντικείμενο. Ωστόσο, υπάρχει κάτι στην συμπεριφορά των πιθήκων που μοιάζει να υποδεικνύει μια εύλογη ερμηνεία. Όπως είναι φυσικό, τα όντα αισθάνονται επιφυλακτικότητα απέναντι στο ξένο αντικείμενο που εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά τους. Αισθάνονται και κάτι άλλο, όμως. Δέος. Πλησιάζουν το αντικείμενο και το αγγίζουν. Χαϊδεύουν την στιλπνή επιφάνειά του και τις κοφτερές ακμές του. Εκστασιάζονται από το απόλυτο μαύρο χρώμα, το παράστημα και το σχήμα του μονόλιθου. Γιατί; Γιατί κανένα από αυτά τα χαρακτηριστικά δεν υπάρχει στον κόσμο που τα περιβάλλει. Δεν υπάρχει κανένα λείο επίπεδο, καμιά ευθεία γραμμή, καμία γεωμετρική κανονικότητα· δεν υπάρχει μαύρο χρώμα. Ο μονόλιθος είναι κάτι διακριτό και ξένο: Είναι ένα αντι-κείμενο. Και, όπως φαίνεται από την εξέλιξη της ταινίας, αντιπροσωπεύει έναν τρόπο μορφοποίησης του κόσμου που προσφέρει δύναμη και κυριαρχία στα όντα που θα τον υιοθετήσουν. Η μετατροπή του ακανόνιστου εξωτερικού περιβάλλοντος σε γραμμές και επίπεδα, η μετατροπή του ληθαργικού εσωτερικού περιβάλλοντος σε δομημένη τελεολογική σκέψη και, πάνω απ’ όλα, η δυνατότητα ελέγχου, μέσω αυτών, ενός αβέβαιου, αφιλόξενου και επισφαλούς κόσμου μετασχηματίζει το αδύναμο, αργοκίνητο ον σε κυρίαρχο.

Ο μονόλιθος αντιπροσωπεύει το τυχαίο συναπάντημα του ανθρώπου με την τεχνική. Όχι ότι οι δύο όροι προϋπήρχαν – ο άνθρωπος ως «πρωτόγονος», ήδη έτοιμος να υποδεχτεί τον λόγο, και η τέχνη ως πλατωνική ιδέα που προοριζόταν νομοτελειακά για το μόνο ον που ήταν ικανό να την υποδεχτεί. Το αντίθετο: Η διασταύρωση, όπως ακριβώς αποτυπώνεται στην ταινία, είναι ένα απροσδόκητο συμβάν. Είναι η στιγμή που ένα αντικείμενο μετατρέπεται, μέσω της κίνησης, σε κάτι περισσότερο από αυτό που είναι. Ένα οστό μετατρέπεται σε ένα είδος μέσου. Και η ίδια κίνηση που ενεργοποιεί τη μετατροπή του οστού σε εργαλείο είναι εκείνη που ενεργοποιεί και τη μετατροπή του όντος που την εκτελεί σε φορέα εργαλείων. Μέσα από αυτό το τυχαίο συναπάντημα δημιουργείται η πτύχωση του πραγματικού όπου επωάζεται ο άνθρωπος και ο ανθρώπινος κόσμος. Δεν είναι ο άνθρωπος που επινοεί το εργαλείο, αλλά το εργαλείο που επινοεί τον άνθρωπο. Η τεχνική είναι η εργασία μέσω της οποίας ο άνθρωπος επινοεί διαρκώς τον εαυτό του, όχι ως μια αυθύπαρκτη και αυτονοηματοδοτούμενη οντότητα, αλλά ως μέρος ενός τεχνικού κόσμου, που είναι ο μόνος κόσμος στον οποίο μπορεί να υπάρξει.

Ο παράξενος βρόχος

ΣΤΙΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ λέμε συχνά ότι η επιστήμη δεν είναι παρά ένας από τους δυνατούς τρόπους γνώσης του κόσμου. Δεν είναι ο μοναδικός ούτε ο μόνος έγκυρος (όπως ισχυρίζεται η ίδια η επιστήμη). Μάλιστα, ο πολύ σημαντικός στοχαστής Paul Feyerabend είχε ισχυριστεί ότι η εξέχουσα θέση της επιστήμης στη νεοτερική κοινωνία δεν αποτέλεσμα της αυταπόδεικτης επιστημολογικής της ανωτερότητας, αλλά της προνομιακής της σχέσης με το κράτος. Στο πεδίο των Σπουδών Επιστήμης και Τεχνολογίας υπάρχουν διάφορες θεωρίες για το πώς παράγεται και νομιμοποιείται η επιστημονική γνώση, άλλες περισσότερο κοινωνιολογικές, όπως η κοινωνική κατασκευασιοκρατία, κι άλλες περισσότερο φυσιοκρατικές, όπως η θεωρία δρώντος-δικτύου. Οι περισσότερες από αυτές, ωστόσο, συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι η επιστημονική γνώση είναι, αν όχι κατασκευασμένη, πάντως ενδεχομενική: Η γνώση μας για τον κόσμο και τα φυσικά φαινόμενα δεν αναπαριστά τον έναν και μοναδικό τρόπο με τον οποίο υπάρχουν τα πράγματα, αλλά έναν από τους δυνατούς τρόπους με τους οποίους τα βλέπουμε ή έναν από τους δυνατούς τρόπους με τους οποίους αυτά μας παρουσιάζονται. Όπως ήταν αναμενόμενο, παρά τις μεταξύ τους διαφοροποιήσεις, οι προσεγγίσεις αυτές τροφοδότησαν έναν εύλογο προβληματισμό περί της αντικειμενικότητας της επιστήμης και προκάλεσαν στη συσπείρωση ενός αριθμού επιστημόνων και θεωρητικών εναντίον τους. Αυτοί ήταν οι «πόλεμοι της επιστήμης» της δεκαετίας του 1990.

Όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα στους πολέμους που διεξάγονται στη σφαίρα του πολιτισμού, και οι δύο πλευρές βγήκαν από τον πόλεμο με τις θέσεις τους ενισχυμένες. Οι ρεαλιστές επιστήμονες και φιλόσοφοι της επιστήμης ακόνισαν τα επιχειρήματά τους περί μιας φύσης «εκεί έξω» και μιας επιστήμης που έχει ως αποστολή την αντικειμενική κατανόησή της· και οι «μεταμοντέρνοι», «σχετικιστές» (όπως τους χαρακτήριζαν οι αντίπαλοί τους) θεωρητικοί έφεραν στο φως μια σειρά ιστορικών περιστατικών που τεκμηριώνουν με εντυπωσιακή ενάργεια την ενδεχομενική φύση της επιστημονικής γνώσης. Ωστόσο, με δεδομένη την κυριαρχία ενός «αυθόρμητου θετικισμού» τόσο στην επιστήμη όσο και στη δημόσια σφαίρα, εκείνοι που κλήθηκαν να αποδείξουν την εγκυρότητα των θέσεών τους ήταν οι δεύτεροι. Το ότι ο κόσμος είναι όπως τον περιγράφει η επιστήμη λαμβάνεται από τα περισσότερα άτομα ως δεδομένο. Κι αν κάτι δεν το γνωρίζουμε ικανοποιητικά ακόμα, θα το γνωρίσουμε στο μέλλον. Και θα λύνουμε, το ένα μετά το άλλο, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα χάρη, ακριβώς, στη μεθοδικότητα και τη συνέπεια με την οποία προχωρά η επιστήμη. Αυτό, εξάλλου, έχει δείξει και η Ιστορία. Άρα, αυτοί που υποστηρίζουν την ενδεχομενικότητα της επιστημονικής γνώσης, όσο αποτελεσματικά κι αν τεκμηριώνουν τη θέση τους, οφείλουν να απαντήσουν ένα κρίσιμο ερώτημα: Γιατί, εντέλει, η επιστήμη δουλεύει; Γιατί γίνονται τα πράγματα όπως προβλέπει, γιατί οι μηχανές λειτουργούν, γιατί οι θεραπείες είναι αποτελεσματικές; Γιατί βρίσκουμε τον κόσμο όπως περιμένουμε να τον βρούμε κι εκείνος συμπεριφέρεται όπως έχουμε προβλέψει ότι θα συμπεριφερθεί;

Συνήθως εκεί σταματάει η συζήτηση: Το επιχείρημα, παρόλη την κοινοτοπία του, μοιάζει αποστομωτικό: Η επιστήμη δουλεύει κι αυτή είναι η ύστατη απόδειξη της αλήθειας των ισχυρισμών της. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, δεν πρόκειται παρά για μια φτηνή κοινοτοπία, η οποία αγνοεί επιδεικτικά την ιστορία και τη φιλοσοφία της επιστήμης, αλλά, πάνω απ’ όλα, αγνοεί τα ίδια τα γεγονότα. Όχι, η επιστήμη δεν δουλεύει τόσο απρόσκοπτα όσο νομίζουμε. Συμβαίνει καθημερινά: Στην ιατρική, στην κοσμολογία, στη μηχανοτεχνία, στη βιολογία, στις επιστήμες του περιβάλλοντος. Η επιστήμη σκοντάφτει, λαχανιάζει, παραδίνεται στην παντοδυναμία της μη προβλεψιμότητας του κόσμου. Δεν το βλέπουμε επειδή δεν θέλουμε να το δούμε, αλλά οι περιπτώσεις στις οποίες η επιστήμη δεν δουλεύει είναι τόσο πολλές όσο κι εκείνες στις οποίες δουλεύει. Απλώς, τις περιπτώσεις στις οποίες η επιστήμη δεν δουλεύει τις θέτουμε εκτός επιστήμης. Τις αποδίδουμε σε απρόβλεπτους παράγοντες, σε φυσικές διεργασίες που δεν έχουν μελετηθεί ακόμα ικανοποιητικά ή, συνηθέστερα, σε ανθρώπινη αμέλεια: Η επιστήμη δεν «εφαρμόστηκε» με τον προσήκοντα τρόπο, γι’ αυτό και το αποτέλεσμα δεν ήταν το αναμενόμενο. Η (κυριολεκτικά) θρησκευτική προσήλωση του νεοτερικού ανθρώπου στην επιστήμη και στις υπερφυσικές της δυνάμεις τον κάνει να την τοποθετεί στο πεδίο του δυνητικά αλάθητου και να παραβλέπει το γεγονός ότι πρόκειται περί μιας διαρκούς εντατικής διαπραγμάτευσης με τον κόσμο.

Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι ότι η επιστήμη κάποιες φορές δουλεύει και κάποιες δεν δουλεύει. Δεν μπορούμε να επικαλούμαστε την καθολική της εφαρμοσιμότητα και αποτελεσματικότητα ως επιχείρημα ενάντια στον υποτιθέμενο σχετικισμό όσων αναφέρονται στην ενδεχομενικότητα της επιστημονικής γνώσης. Από την άλλη πλευρά, όμως, αυτό δεν μας απαλλάσσει από την υποχρέωση να απαντήσουμε το ερώτημα «γιατί δουλεύει η επιστήμη;». Γιατί σε πάρα πολλές περιπτώσεις η επιστήμη όντως δουλεύει. Άρα, αυτό που χρειάζεται είναι να αναδιατυπώσουμε το ερώτημα με μεγαλύτερη ακρίβεια: Όχι γιατί, αλλά πότε δουλεύει η επιστήμη; Με άλλα λόγια, υπό ποιους όρους δουλεύει η επιστήμη; Σε αυτό το ερώτημα, λοιπόν, η απάντηση είναι ότι η επιστήμη δουλεύει όταν είναι σε θέση να κατασκευάσει έναν κόσμο μέσα στον οποίο οι ισχυρισμοί της μπορούν να αποδειχθούν αληθείς. Η επιστήμη δεν είναι μια καθαρή (αμερόληπτη και αντικειμενική) αναπαράσταση του κόσμου. Είναι μια δύναμη, η οποία μορφοποιεί τον κόσμο κατά τρόπον ώστε οι ισχυρισμοί της να μπορούν να λειτουργήσουν. Φυσικά, σε αυτή τη διαδικασία πρέπει να συνεργαστεί και ο κόσμος. Δεν μπορεί να λειτουργήσει οποιοσδήποτε ισχυρισμός· η επιστήμη δεν έχει τη δύναμη να προβάλλει στον κόσμο οποιαδήποτε πραγματικότητα επινοεί. Αλλά ούτε είναι η διαυγής και αδιαμεσολάβητη αντανάκλαση μιας εξωτερικής πραγματικότητας. Η «εργαζόμενη επιστήμη» είναι το αποτέλεσμα μιας διεξοδικής διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε διάφορα επίπεδα της πραγματικότητας (αυτά που συμβατικά ονομάζουμε «φυσικό», «πολιτισμικό», «βιολογικό», «κοινωνικό», «έμβιο», «άβιο» κλπ.), προκειμένου να συγκροτηθεί μια εικόνα του κόσμου που θα έχει νόημα: ένα επίπεδο της πραγματικότητας, δηλαδή, όπου συγκεκριμένες ενέργειες θα πυροδοτούν συγκεκριμένες, προβλέψιμες σειρές αιτιακών ακολουθιών. Αυτό το επίπεδο της πραγματικότητας, όμως, δεν διαθέτει οντολογική αυτονομία, δεν είναι κάτι που προϋπάρχει της επιστήμης, αλλά κάτι που κατασκευάζεται χάρη στη συνέργεια ενός συνόλου ετερόκλητων δρώντων, τους οποίους η επιστήμη ενορχηστρώνει.

Ας σκεφτούμε, ως παράδειγμα, την ιατρική, μια επιστήμη η οποία έχει αποδείξει κατ’ επανάληψη τη δυνατότητά της να διαχειρίζεται τα ζητήματα της υγείας των ανθρώπων, αν και εξίσου συχνά αποτυγχάνει ή τα αντιμετωπίζει δημιουργώντας νέα προβλήματα που μεταφέρουν τον κύκλο της ασθένειας και της θεραπείας σε άλλο επίπεδο. Πάντως, θα συμφωνήσουμε ότι η (σύγχρονη δυτική) ιατρική δουλεύει. Τα φάρμακα που χορηγεί έχουν, ως επί το πλείστον, το αποτέλεσμα που υπόσχονται και στον χρόνο που υπόσχονται. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε, όμως, ότι αυτό μπορεί να συμβεί μόνο εντός ενός πλαισίου όπου οι άνθρωποι (τα υποκείμενα της θεραπείας), οι μικροοργανισμοί (οι αιτίες της νόσησης), τα εργαστήρια (οι διαδικασίες προσδιορισμού των παθολογικών παραγόντων), το ιατρικό προσωπικό (ο μηχανισμός λήψης αποφάσεων) και τα φάρμακα (οι θεραπευτικές ουσίες) σχηματίζουν ένα συνεκτικό δίκτυο, κάθε κόμβος του οποίου συνεργάζεται αρμονικά με όλους τους υπόλοιπους. Η χορήγηση ενός φαρμάκου εκτός αυτού του δικτύου, δεν θα έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα – πιθανότατα δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα ή ίσως θα έχει αποτελέσματα αντίθετα από τα επιθυμητά. Το παράδειγμα είναι, ασφαλώς, απλουστευτικό, εφόσον η παθολογία δεν είναι πάντοτε αποτέλεσμα της παρουσίας παθογόνων μικροοργανισμών, αλλά είναι επαρκώς αντιπροσωπευτικό αν το δούμε στην ιστορική του προοπτική. Η δυτική ιατρική ήρθε να αντικαταστήσει μια μακραίωνη γαληνική παράδοση, στο πλαίσιο της οποίας η υγεία ήταν αποτέλεσμα της ισορροπίας των τεσσάρων χυμών που αποτελούσαν τη βάση του ανθρώπινου οργανισμού. Η ιατρική πρακτική που εκπορευόταν από την αντίληψη του Ιπποκράτη και του Γαληνού είχε στόχο την αντιμετώπιση της ασθένειας μέσω της εξισορρόπησης αυτών των χυμών. Το άτομο, υγιές ή πάσχον, δεν είναι ένα σύνολο οργάνων που λειτουργούν ή δεν λειτουργούν και μικροσκοπικών οντοτήτων που προάγουν ή υπονομεύουν την υγεία, αλλά ένα σώμα που διαπερνάται από δυναμικές ροές, οι οποίες καθορίζουν τη μορφή και την ένταση της ζωτικότητάς του. Με αυτή την έννοια, δεν υπάρχει μια οντολογία της ασθένειας, πολύ λιγότερο δε μια οντολογία συνδεδεμένη με τη δράση συγκεκριμένων παθογόνων οργανισμών που έχουν παρεισδύσει στο ανθρώπινο σώμα, όπως συμβαίνει στη δυτική ιατρική. Στη γαληνική ιατρική, μεταξύ υγείας και ασθένειας υπάρχει ένα συνεχές φάσμα και η διαχείριση της ευζωίας του ατόμου είναι ζήτημα εξισορρόπησης των δυναμικών ροών που διασχίζουν το σώμα του, μέσω της αποβολής των χυμών που πλεονάζουν και της ενίσχυσης εκείνων που έχουν ατονήσει. Μάλιστα, αξίζει να επισημανθεί ότι, σε αυτό το πλαίσιο, δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ σωματικής και πνευματικής υγείας, καθώς το (πάσχον) υποκείμενο αντιμετωπίζεται πάντοτε ως ενιαίο ον. Η θεμελίωση της σύγχρονης ιατρικής ήρθε να αντικαταστήσει τη συγκεκριμένη θεώρηση με ένα διαφορετικό εννοιολογικό πλαίσιο και, ταυτόχρονα και αναγκαστικά, με ένα σύνολο θεσμών και πρακτικών που υπηρετούσαν το συγκεκριμένο πλαίσιο. Το πώς έγινε αυτό είναι άλλη ιστορία (που δεν μπορούμε να την αφηγηθούμε εδώ), αλλά το σημαντικό είναι ότι η σύγχρονη δυτική ιατρική λειτουργεί σε αυτό το πλαίσιο. Το φάρμακο έχει στόχο να θεραπεύσει μια συγκεκριμένη ασθένεια, η οποία οφείλεται στη δυσλειτουργία ενός οργάνου ή στην παρουσία ενός παθογόνου μικροοργανισμού. Και αν το όργανο ή ο μικροοργανισμός –οι εξατομικευμένες υποδιαιρέσεις της ανθρώπινης ύπαρξης– συνεργαστούν, αν το δίκτυο λειτουργήσει, τότε θα έχουμε και το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Αν δούμε τα πράγματα υπό αυτό το πρίσμα, τότε καταλαβαίνουμε ότι ο ρόλος της επιστήμης είναι διττός. Αφενός, ανατέμνει τη συνέχεια του κόσμου, ταξινομεί τις οντότητες που προκύπτουν από αυτές τις «γνωσιολογικές τομές» και δημιουργεί μεταξύ τους εννοιολογικές συσχετίσεις μέσω των οποίων μπορεί να ανασυσταθεί η ενότητα του κόσμου. Αφετέρου, δημιουργεί ένα δίκτυο δρώντων που αντιστοιχεί στις συγκεκριμένες εννοιολογικές συσχετίσεις και εξασφαλίζει ότι αυτό θα λειτουργεί με προβλέψιμο και ελεγχόμενο τρόπο κάθε φορά που θα τίθεται σε κίνηση, έτσι ώστε να επικυρώνεται η αναγκαία συνάφεια μεταξύ επιστήμης και κόσμου.

ΘΑ ΗΤΑΝ ΧΡΗΣΙΜΟ να δούμε και ένα αντιπαράδειγμα. Γιατί, αν η επιστήμη λειτουργεί ενορχηστρώνοντας δίκτυα, η αποτελεσματικότητα των οποίων εκλαμβάνεται ως επικύρωση των ισχυρισμών της, τότε θα μπορούσαμε εύλογα να υποθέσουμε ότι τα δίκτυα θα ήταν δυνατό να ενορχηστρωθούν και με διαφορετικό τρόπο. Θα μπορούσε να υπάρξει, δηλαδή, μια εναλλακτική επιστήμη, η οποία, όμως, θα δούλευε το ίδιο καλά (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό – που μάλλον δεν σημαίνει πολλά) με την τρέχουσα επιστήμη. Εννοείται ότι το πείραμα αυτό δεν μπορεί να γίνει με πραγματικούς όρους, επειδή ένα κύριο χαρακτηριστικό της επιστήμης είναι, ακριβώς, ότι αποκλείει οποιαδήποτε αλήθεια εκτός από τη δική της. Συνεπώς, δεν είναι δυνατή η συνύπαρξη εναλλακτικών επιστημών που αναφέρονται στην ίδια περιοχή του κόσμου – η μία θα υπέτασσε, αναγκαστικά, την άλλη. Μπορούμε, όμως, να κάνουμε το πείραμα στην Ιστορία: Θα μπορούσαν τα πράγματα να έχουν εξελιχθεί διαφορετικά σε μια κρίσιμη καμπή της Ιστορίας; Θα ήταν δυνατό να έχουμε σήμερα μια διαφορετική επιστήμη, η οποία θα ήταν το ίδιο αποτελεσματική με την υπάρχουσα; Φυσικά, τέτοια ερωτήματα δεν απαντώνται ­– αν θέλουμε να είμαστε αυστηροί, δεν επιτρέπεται καν να τεθούν. Ωστόσο, αν φύγουμε από τη στερεοτυπική αντίληψη, η οποία βλέπει την Ιστορία ως μια αλληλουχία συντελεσμένων γεγονότων που οδηγούν με μονοσήμαντο τρόπο στο παρόν και τη δούμε ως μια διαρκώς διακλαδιζόμενη ακολουθία συμβάντων η πορεία της οποίας καθορίζεται τόσο από τις πραγματοποιημένες όσο και από τις ματαιωμένες δυνατότητες (από τις επιλογές που έχουν γίνει και από τις επιλογές που δεν έχουν γίνει), τότε μπορούμε να αναχθούμε σε μια στιγμή του παρελθόντος και να εξετάσουμε τα σενάρια που διανοίγονται μπροστά σε μια δεδομένη κατάσταση – τις δυνατότητες δράσης (affordances) που είναι στη διάθεση των πρωταγωνιστών και τους τρόπους με τους οποίους οι επιλογές των τελευταίων καθορίζονται από το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο.

Η στιγμή στην οποία θα μεταφερθούμε για τις ανάγκες του αντιπαραδείγματός μας είναι το σωτήριον έτος 1543, η χρονιά που δημοσιεύεται το περίφημο De Revolutionibus Orbium Coelestium (Περί της Περιφοράς των Ουρανίων Σφαιρών) του Νικόλαου Κοπέρνικου. Η δημοσίευση του βιβλίου σηματοδοτεί, συμβολικά, τη μετάβαση από το γεωκεντρικό σύστημα του Κλαύδιου Πτολεμαίου στο σύγχρονο ηλιοκεντρικό σύστημα. Η Γη χάνει την προνομιακή της θέση στο κέντρο του κόσμου και μετατρέπεται σε έναν πλανήτη που περιφέρεται γύρω από τον Ήλιο. Θα τοποθετηθούμε σε αυτήν ακριβώς τη στιγμή, λοιπόν, και θα θέσουμε την ερώτηση: Η μετάβαση από το γεωκεντρικό στο ηλιοκεντρικό σύστημα ήταν η μόνη διαθέσιμη επιλογή; Η απάντηση στην ερώτηση εξαρτάται από τη φιλοσοφική μας προκατάληψη. Αν υιοθετήσουμε τη θετικιστική αντίληψη σύμφωνα με την οποία η επιστήμη κινείται από λιγότερη προς περισσότερη αλήθεια και μάλιστα με έναν γραμμικό και συνεχή τρόπο, τότε η απάντηση είναι σαφώς «ναι», εφόσον η κίνηση αυτή αντιπροσωπεύει, ακριβώς, τη μετάβαση από ένα «εσφαλμένο» κοσμολογικό σύστημα σε ένα άλλο, που βρίσκεται πλησιέστερα στην αληθή δομή του κόσμου. Εδώ, όμως, υπάρχουν δύο ενδιαφέροντα στοιχεία που υπονομεύουν το θετικιστικό αφήγημα. Πρώτον, στην εποχή του Κοπέρνικου το γεωκεντρικό σύστημα συνεχίζει να δουλεύει. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι είναι κοσμολογικά ανεπαρκές. Δεύτερον, ο Νικόλαος Κοπέρνικος που προτείνει τη μετάβαση στο ηλιοκεντρικό σύστημα δεν έχει κάνει αστρονομικές παρατηρήσεις που να έρχονται σε αντίθεση με το γεωκεντρικό σύστημα. Δεν υπάρχει, δηλαδή, κάποιο εύρημα που να τον στρέφει προς μια νέα κοσμολογική υπόθεση. Τότε τι είναι αυτό που τον πείθει για την ανάγκη διαμόρφωσης ενός νέου κοσμολογικού προτύπου;

Ο λόγος για τον οποίο ο Κοπέρνικος προβαίνει στην αναθεώρηση του γεωκεντρικού συστήματος είναι ο βαθμός υπολογιστικής δυσκολίας με την οποία έχει επιβαρυνθεί το γεωκεντρικό σύστημα. Αιώνες παρατηρήσεων, προσθηκών και διορθώσεων έχουν μετατρέψει το σύστημα σε ένα δυσκίνητο γεωμετρικό τέρας. Οι αστρονόμοι της εποχής του Κοπέρνικου βρίσκονται μπροστά σε μια δύσκολη επιλογή, επομένως. Είτε θα βρουν νέες μαθηματικές τεχνικές που θα απλοποιήσουν τους υπολογισμούς είτε θα καταφύγουν σε ένα νέο αστρονομικό μοντέλο, το οποίο θα ενσωματώνει στην ίδια τη δομή του (και, ως εκ τούτου, θα εξαλείφει) όσο το δυνατόν περισσότερα από τα προβλήματα που έχουν συσσωρευτεί. Ο Κοπέρνικος επέλεξε τη δεύτερη λύση. Κάποιοι θα μπορούσαν να έχουν επιλέξει την πρώτη και να εργαστούν προς αυτή την κατεύθυνση, όπως ο Κοπέρνικος εργάστηκε για την αναδόμηση του κοσμολογικού συστήματος. Μου αρέσει να λέω ότι αν ο υπολογιστής ήταν διαθέσιμος την εποχή του Κοπέρνικου, πιθανότατα θα ζούσαμε ακόμα σε ένα γεωκεντρικό σύμπαν. Φυσικά, για να υποστηριχτεί μια τέτοια επιλογή, θα έπρεπε να συνδράμουν και ένα σύνολο άλλων παραγόντων: θα έπρεπε να φτιαχτεί μια φυσική η οποία θα βασιζόταν στη διάκριση μεταξύ κίνησης (ουράνιες σφαίρες) και ηρεμίας (Γη)· θα έπρεπε να αναπτυχθεί μια άλγεβρα των κλειστών συστημάτων, η οποία θα κρατούσε το άπειρο έξω από τον πραγματικό κόσμο· θα έπρεπε να κατασκευαστούν όργανα παρατήρησης, τα οποία θα εστίαζαν στη σχετική κίνηση των σωμάτων και όχι στην αναζήτηση νέων οντοτήτων· θα έπρεπε, τέλος, να διαμορφωθούν επιστημονικοί θεσμοί που θα ήταν προσανατολισμένοι στη διαχείριση της τάξης ενός πεπερασμένου κόσμου και όχι στην κατάκτηση ενός άπειρου σύμπαντος. Θα έπρεπε, με άλλα λόγια, να κατασκευαστεί ένας κόσμος διαφορετικός από αυτόν που γνωρίζουμε, στον οποίο, όμως, το γεωκεντρικό αστρονομικό μοντέλο θα δούλευε αποτελεσματικά και θα βρισκόταν σε συμφωνία με την πραγματικότητα.

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΔΥΟ αντεπιχειρήματα σε αυτό το σενάριο. Το πρώτο είναι ότι στην περίπτωση της υπολογιστικής επικράτησης του γεωκεντρικού μοντέλου χρειάζεται να κατασκευαστεί ένας κόσμος στον οποίο αυτό θα είναι λειτουργικό, ενώ στην περίπτωση του ηλιοκεντρικού συστήματος κάτι τέτοιο δεν χρειάζεται. Και ο λόγος που δεν χρειάζεται είναι επειδή, ακριβώς, ο ηλιοκεντρισμός περιγράφει τον κόσμο όπως πραγματικά είναι. Με άλλα λόγια, ο ηλιοκεντρισμός δεν χρειάζεται ένα ειδικό πλαίσιο για να λειτουργήσει, επειδή ο «πραγματικός» κόσμος είναι αυτό το πλαίσιο. Όμως, ας σκεφτούμε ιστορικά: Για να θεμελιωθεί ο ηλιοκεντρισμός χρειάστηκαν 150 χρόνια και μέσα σε αυτά τα χρόνια έγιναν κάποιες σημαντικές αλλαγές στον κόσμο της αναδυόμενης επιστήμης. Πρώτον, φτιάχτηκε μια φυσική της κίνησης, στο πλαίσιο της οποίας δεν υπήρχε διάκριση μεταξύ κίνησης και στάσης. Αυτή η φυσική θεμελιώθηκε στην έννοια της αδράνειας, η οποία δεν ήταν αποτέλεσμα εμπειρικής παρατήρησης, αλλά θεωρητικής επεξεργασίας και μετασχηματισμού προγενέστερων μεσαιωνικών εννοιολογήσεων της κίνησης (για την ακρίβεια, της έννοιας του impetus). Δεύτερον, χρειάστηκε να επινοηθεί μια νέα άλγεβρα, η οποία ήταν σε θέση να διαχειριστεί με τα ίδια εργαλεία το απείρως μικρό και το απείρως μεγάλο, καθώς και (το σημαντικότερο) τη μετάβαση από το ένα στο άλλο. Ο Leibniz και ο Newton εργάστηκαν χωριστά και ταυτόχρονα γι’ αυτό. Ο πρώτος επιχειρώντας να μαθηματικοποιήσει την αρχή της συνέχειας που διαπερνούσε τη φιλοσοφία του· ο δεύτερος επειδή τα μαθηματικά της εποχής του δεν ήταν κατάλληλα για την περιγραφή του ηλιοκεντρικού συστήματος και χρειάστηκε να επινοήσει μια νέα μαθηματική γλώσσα γι’ αυτόν τον σκοπό. Τρίτον, χρειάστηκε να κατασκευαστούν όργανα, τα οποία φιλοδοξούσαν να εξερευνήσουν «τις εσχατιές» του σύμπαντος, μολονότι τόσο η θεωρία στην οποία βασίστηκαν όσο και τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή τους στερούνταν αξιοπιστίας. Οι φακοί που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή τηλεσκοπίων θεωρούνταν αθύρματα στην εποχή του Γαλιλαίου και η επιστήμη της οπτικής δεν μπορούσε να εγγυηθεί τα αποτελέσματα της παρατήρησης στον υπερσελήνιο κόσμο. Και δεν έφταναν αυτά: Τελικά, η χρήση του τηλεσκοπίου δεν νομιμοποιήθηκε λόγω της αποδεδειγμένης παρατηρησιακής αποτελεσματικότητάς του, αλλά χάρη στο γεγονός ότι ο Γαλιλαίος εκμεταλλεύτηκε το διπλωματικό δίκτυο των Μεδίκων για να δωρίσει τηλεσκόπια στις σημαντικότερες αυλές της Ευρώπης. Ίσως έχει κάποια σημασία να σημειωθεί ότι με μια παραλλαγή αυτού του οργάνου (αυτής της εργαλειοποιημένης διπλωματίας) παρατηρήθηκε, το 1838, η αστρική παράλλαξη, το φαινόμενο χάρη στο οποίο επιβεβαιώθηκε οριστικά η εγκυρότητα του ηλιοκεντρικού συστήματος.

Τέταρτον, η εδραίωση του ηλιοκεντρικού συστήματος συνοδεύτηκε από την εδραίωση των μεγάλων επιστημονικών εταιρειών (Ακαδημία των Λυγκέων, Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου κλπ.). Σπάνια το συζητάμε αυτό στην ιστορία της επιστήμης, αλλά ο βασικός λόγος για τον οποίο ιδρύθηκαν οι επιστημονικές εταιρείες ήταν για να παρακάμψουν τους εδραιωμένους θεσμούς γνώσης, τα πανεπιστήμια. Έτσι ώστε, οι άνθρωποι οι οποίοι υποστήριζαν τη νέα και αθεμελίωτη ακόμα κοσμοεικόνα να έχουν έναν χώρο όπου θα μπορούσαν να επεξεργάζονται τις απόψεις τους, να συνομιλούν, να αναπτύσσουν νέες έννοιες και να διαμορφώσουν μια γλώσσα που θα υπηρετεί το συγκεκριμένο εννοιολογικό σύστημα. Και, όπως όντως συνέβη, όταν θα έχουν πλέον διαμορφώσει και καταστήσει λειτουργικό αυτό το εννοιολογικό σύστημα, να επιστρέψουν στα πανεπιστήμια για να εκτοπίσουν την εδραιωμένη ανάγνωση του κόσμου. Το ότι αυτή η κατακτητική ματιά, που ήταν στραμμένη προς ένα άπειρο σύμπαν, συνδυάστηκε με την αρπακτικότητα του ανερχόμενου καπιταλισμού που προσέβλεπε στη μετατροπή του κόσμου σε ένα ανεξάντλητο απόθεμα πόρων, διευκόλυνε την κοινωνική της αποδοχή και την εδραίωσή της στην καρδιά του γνωστικού προτύπου της δυτικής νεοτερικότητας.

Άρα, και στην περίπτωση του ηλιοκεντρικού συστήματος έχουμε την κατασκευή ενός κόσμου παρόμοιου με εκείνον που θα απαιτούνταν για τη θεμελίωση του γεωκεντρικού συστήματος. Η ιδέα ότι στην περίπτωση του γεωκεντρισμού απαιτείται η κατασκευή ενός κόσμου, προκειμένου να πλαισιωθεί ένας αστήρικτος ισχυρισμός, ενώ στην περίπτωση του ηλιοκεντρισμού, που αποτελεί «αληθή» ισχυρισμό, την πλαισίωση αυτή την αναλαμβάνει ο πραγματικός κόσμος, είναι ιστορικά αθεμελίωτη. Και στη μία περίπτωση θα χρειαζόταν και στην άλλη περίπτωση πραγματικά χρειάστηκε η κατασκευή ενός κόσμου και είναι, ακριβώς, αυτή η κατασκευή που καθιστά, σε κάθε περίπτωση, τον ισχυρισμό αληθή.

Το δεύτερο επιχείρημα κατά της δυνατότητας επικράτησης ενός υπολογιστικά επαρκούς γεωκεντρικού συστήματος είναι ότι, ακόμα κι αν ισχύουν όλα αυτά, τώρα που γνωρίσαμε το ηλιοκεντρικό σύστημα, είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε ότι επί αιώνες οι άνθρωποι βρίσκονταν σε πλάνη. Άρα, όσο λειτουργικός και να ήταν ο κόσμος που θα υποστήριζε ένα υπολογιστικά επαρκές γεωκεντρικό σύστημα, θα ήταν ένας κόσμος που θα υποστήριζε μια πλάνη – ένας κόσμος που θα χρειαζόταν διαρκώς μπαλώματα και ad hoc παρεμβάσεις για να διατηρήσει τη συμφωνία του με μια πραγματικότητα που μονίμως θα του διέφευγε. Η απάντηση σε αυτό το αντεπιχείρημα είναι προφανής και πολυσυζητημένη στην ιστορία της επιστήμης: Όταν βρίσκεσαι στο εσωτερικό ενός γνωστικού συστήματος κρίνεις όλα τα υπόλοιπα με τους όρους του συγκεκριμένου γνωστικού συστήματος, με αποτέλεσμα να τα βρίσκεις πάντοτε και εξ ορισμού ανεπαρκή. Αυτή είναι η περίφημη «ασυμμετρία των Παραδειγμάτων» για την οποία μίλησε ο φιλόσοφος της επιστήμης Thomas Kuhn: Δεν υπάρχει αρχιμήδειο σημείο από το οποίο να μπορεί κάποιος να συγκρίνει αντικειμενικά και αμερόληπτα δύο διαφορετικά γνωστικά συστήματα, δύο διαφορετικά Παραδείγματα· η σύγκριση πάντοτε μεροληπτεί υπέρ του ενός Παραδείγματος, αλλά, sub specie aeternitatis, αυτό δεν σημαίνει τίποτα για την αλήθεια των ισχυρισμών που διατυπώνονται στο πλαίσιο του συγκεκριμένου Παραδείγματος. Θα μπορούσαμε, μάλιστα, να πάμε το επιχείρημα της ασυμμετρίας ένα βήμα παραπέρα: Οι οπαδοί του γεωκεντρισμού τελούσαν επί αιώνες σε κατάσταση πλάνης, αλλά δεν το γνώριζαν. Εμείς, οι οπαδοί του ηλιοκεντρικού συστήματος, πώς ξέρουμε ότι δεν τελούμε σε κατάσταση πλάνης και ότι όλη η επιστήμη μας δεν είναι μια σειρά ad hoc διορθώσεων απέναντι σε μια πραγματικότητα που αντιστέκεται στην ερμηνεία μας; Θα υπήρχε τρόπος να το γνωρίζουμε αν, πράγματι, συνέβαινε κάτι τέτοιο;

Τι αποδεικνύει αυτό το αντιπαράδειγμα; Όχι, βεβαίως, ότι πρέπει να αναθεωρήσουμε την απόφασή μας να εγκαταλείψουμε στον πτολεμαϊκό γεωκεντρισμό. Αποδεικνύει, όμως, ότι η επιστήμη που χτίστηκε γύρω από τον ηλιοκεντρισμό είναι εξίσου ενδεχομενική με μια επιστήμη που θα μπορούσε να έχει χτιστεί γύρω από έναν υπολογιστικά επιτυχημένο γεωκεντρισμό. Και ότι ο λόγος που δουλεύει αυτή η επιστήμη δεν είναι επειδή οι ισχυρισμοί της είναι αληθείς (δηλαδή, περιγράφουν τον κόσμο όπως «πραγματικά» είναι), αλλά επειδή κατάφερε (με πολύ κόπο και σε μεγάλο χρονικό διάστημα) να κατασκευάσει έναν κόσμο στο πλαίσιο του οποίου οι ισχυρισμοί της είναι αληθείς. Άρα, το γεγονός ότι η επιστήμη δουλεύει δεν αποτελεί επιχείρημα υπέρ της άποψης ότι αυτή περιγράφει τον κόσμο όπως πραγματικά είναι· ούτε, βεβαίως, θεμελιώνει τη γνωσιολογική της ανωτερότητα έναντι άλλων τρόπων γνώσης, όπως θα σημείωνε ο Paul Feyerabend.

Τι σημαίνουν όλα αυτά για την επιστήμη; Όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα, η ανάδειξη του ενδεχομενικού χαρακτήρα της επιστημονικής γνώσης έχει ενεργοποιήσει τα αντανακλαστικά ενός αριθμού στοχαστών που αυτοαποκαλούνται ρεαλιστές, ενάντια στον υποτιθέμενο σχετικισμό των υποστηρικτών της συγκεκριμένης άποψης. Αξίζει να σημειώσουμε δύο πράγματα που έχουν κοινό παρονομαστή. Πρώτον, η στάση των ρεαλιστών στοχαστών στο συγκεκριμένο ζήτημα δεν έχει χαρακτηριστικά συντεταγμένης φιλοσοφικής αντίδρασης, αλλά ηθικού πανικού. Και, μάλιστα, ενός ηθικού πανικού που ξεκίνησε με τους «πολέμους της επιστήμης» της δεκαετίας του 1990 και παραμένει ακόμα ακμαίος: Αυτοί οι άθλιοι μεταμοντέρνοι σχετικιστές δεν έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο· θέλουν να ξεριζώσουν κάθε έννοια αλήθειας και αντικειμενικότητας και να μας επιβάλουν μια πολιτικά επικίνδυνη new age θεώρηση της επιστήμης, στο πλαίσιο της οποίας παύει να υφίσταται η διάκριση ανάμεσα σε αλήθεια, μύθο και προκατάληψη. Δεύτερον, ο τίτλος «ρεαλιστές» αποτελεί οικειοποίηση. Αυτοαποκαλούνται ρεαλιστές επειδή ισχυρίζονται ότι η επιστήμη είναι σε θέση να περιγράψει τον κόσμο όπως πραγματικά είναι, αλλά οι ίδιοι παραμένουν εγκλωβισμένοι σε μια ιδεαλιστική προσήλωση στην αλήθεια και την αντικειμενικότητα, η οποία τους εμποδίζει να συλλάβουν την πραγματική, ιστορική διάσταση της επιστήμης.

Η ΑΛΗΘΕΙΑ είναι ότι η απόκρυψη της ιστορικής διάστασης της επιστήμης, όπως και η απόκρυψη του ενδεχομενικού χαρακτήρα της επιστημονικής γνώσης, είναι έργο της ίδιας της επιστήμης. Η επιστήμη έχει αναπτύξει μηχανισμούς μέσω των οποίων συγκαλύπτει και εξορθολογίζει την ακαταστασία του εργαστηρίου, την αποσπασματικότητα των ευρημάτων, την αβεβαιότητα των συμπερασμάτων, την επισφάλεια των αποφάσεων – έχει αναπτύξει, με άλλα λόγια, μηχανισμούς που της επιτρέπουν να τα αφήνει όλα αυτά στο πίσω δωμάτιο και να εμφανίζεται στο προσκήνιο ξεκάθαρη, σαφής, ορθολογική και σίγουρη για τον εαυτό της. Στην ουσία, η επιστήμη έχει αναπτύξει μηχανισμούς με τους οποίους συγκαλύπτει την πραγματική επιστημονική εργασία. Με αυτόν τον τρόπο, έχει καταφέρει να εμφανίζεται ως ευγενής γνωστική περιέργεια και ως μια μεθοδικά οργανωμένη δραστηριότητα που μοναδικό στόχο έχει την αντικειμενική και αμερόληπτη κατανόηση του φυσικού κόσμου.

Πέρα από την «ακαταστασία του εργαστηρίου», όμως, η συγκεκριμένη συνθήκη συγκαλύπτει και κάτι άλλο: Την εργασία που έχει στόχο τη συντήρηση του κόσμου εντός του οποίου δουλεύει η επιστήμη. Σύμφωνα με την κρατούσα αντίληψη, η δουλειά της επιστήμης τελειώνει με τη διατύπωση του φυσικού νόμου και τη δημοσίευση της αντίστοιχης επιστημονικής εργασίας – με τη δημοσιοποίηση, εν πάση περιπτώσει, των ευρημάτων της επιστημονικής έρευνας. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν παραπάνω, η «ανακάλυψη» αφενός δεν είναι μια ουδέτερη διαδικασία και, αφετέρου, ποτέ δεν αρκεί για τη θεμελίωση μιας επιστημονικής αλήθειας. Όπως είδαμε στην περίπτωση του ηλιοκεντρικού συστήματος, μια γνωστική αναπαράσταση δεν θα σταθεί από μόνη της, αν δεν γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες ώστε να διαμορφωθεί ένα περιβάλλον όπου αυτή θα είναι λειτουργική και αποτελεσματική.  Και αυτό απαιτεί συνεχή εργασία. Συνήθως σκεφτόμαστε ότι η επιστήμη είναι σε διαρκή εγρήγορση προκειμένου να προσαρμόζει τις θεωρίες και τα πορίσματά της στις προκλήσεις που της θέτει ο κόσμος. Όσο κι αν αυτό αποτελεί, πράγματι, τη μία όψη του επιστημονικού έργου, δεν πρέπει να το αφήνουμε να συσκοτίζει την άλλη σημαντική όψη του επιστημονικού έργου, δηλαδή την εργασία που απαιτείται για την κατασκευή και τη διατήρηση ενός κόσμου στον οποίο η επιστήμη θα λειτουργεί. Υπό αυτή την έννοια, η επιστήμη δεν είναι μια ευγενής γνωστική περιπέτεια που έχει στόχο την εξερεύνηση μιας αντικειμενικής εξωτερικής πραγματικότητας. Είναι ένας μηχανισμός (dispositif), ο οποίος διασυνδέει ένα σύνολο ετερογενών δρώντων με στόχο να νομιμοποιήσει μια συγκεκριμένη θεώρηση του κόσμου και, ταυτόχρονα, να κάνει τον κόσμο να συνεργαστεί με αυτή τη θεώρηση. Σε αυτό το πλαίσιο, τα νοήματα με τα οποία επενδύουμε τον κόσμο, η δυνατότητα να σκεφτούμε και να ενεργήσουμε με συγκεκριμένους τρόπους και, αντιστοίχως, η αδυναμία μας να σκεφτούμε και να ενεργήσουμε με άλλους τρόπους, οι ρόλοι που αναθέτουμε στους μη ανθρώπινους δρώντες και οι περιορισμοί που επιβάλλουμε στην ενεργητικότητά τους, οι λόγοι (discourses) και οι προσδοκίες που υφαίνουμε γύρω από τις θεωρητικές μας παραδοχές συγκροτούν ένα πεδίο δυνατοτήτων, το οποίο, όσο συντηρείται, επιτρέπει στην επιστήμη να λειτουργεί με τον αναμενόμενο τρόπο. Εάν η εργασία που επενδύεται στη συντήρηση αυτού του μηχανισμού ατονήσει, τότε οι μηχανές παύουν να λειτουργούν, οι ερμηνείες μας παύουν να είναι επαρκείς και οι ενέργειές μας παύουν να έχουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Ο κόσμος μετατρέπεται σε έναν άγνωστο που απειλεί να καταβροχθίσει την αδόμητη ασημαντότητά μας.

IMAGE CREDIT: Moriz Jung, Rainbow Obstacle (Hindernis Regenbogen), 1911 | Umberto Boccioni, States of Mind: Those who go, 1912 | Photo by Dimitar Belchev on Unsplash | Josef Albers, Ascension, 1942 | Frieder Nake, Homage a Paul Klee, 1965.

Οι τρεις εποχές του πράγματος

Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΕΠΙΝΟΗΣΗ του δυτικού πολιτισμού είναι το πράγμα. Το πράγμα δεν υπήρχε πάντοτε, σε όλους τους πολιτισμούς, σε όλους τους τόπους και όλες τις εποχές. Ο κόσμος δεν ήταν πάντοτε χωρισμένος σε ανθρώπους και πράγματα.

Το πράγμα έχει ιστορία, η οποία είναι σε μεγάλο βαθμό συνυφασμένη με την ιστορία της νεοτερικότητας. Στον προνεοτερικό κόσμο, ο άνθρωπος περιστοιχίζεται από οντότητες που έχουν ενεργητικότητα και αυτονομία. Η ύλη είναι γεμάτη δυνάμεις, οι οποίες εκδηλώνονται με τρόπους που δεν καθορίζονται από την επιθυμία, τη βούληση ή τους σκοπούς των ανθρώπων. Για να επιτύχει αυτό που θέλει ο άνθρωπος δεν αρκεί να κάνει ένα σχέδιο και να το εφαρμόσει. Πρέπει να κάνει την ύλη συμμέτοχο των σκοπών του, να αποδεχτεί τους περιορισμούς της και να συνεργαστεί μαζί της για την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος. Η μαγεία είναι το σώμα της γνώσης που καθιστά δυνατή αυτή την αλληλοκατανόηση, τη συναλλαγή και τη συνεργασία. Και αυτό είναι ακριβώς που αλλάζει κατά τη μετάβαση από τον μαγικό στον επιστημονικό κόσμο.

Προϋπόθεση αυτής της μετάβασης είναι η παθητικοποίηση της ύλης. Όλη η ενεργητικότητα και η αυτονομία πρέπει να αφαιρεθούν από την ύλη, ώστε αυτή να καταστεί παθητική και αδρανής. Η ενεργητικότητα που αφαιρείται από την ύλη μεταφέρεται όλη στον άνθρωπο, ο οποίος με αυτόν τον τρόπο μετατρέπεται στο μοναδικό πλάσμα στον κόσμο που διαθέτει ικανότητα εμπρόθετης δράσης (agency). Απέναντι στον άνθρωπο βρίσκεται η αδρανής ύλη η οποία περιμένει την εμπρόθετη παρέμβαση του, μέσω της οποίας θα αποκτήσει τη μορφή, το σχήμα ή τη λειτουργία που εξυπηρετεί τα σχέδιά του. Έτσι, η ύλη από ενεργητική παρουσία, η οποία υφίσταται στο ίδιο επίπεδο με τον άνθρωπο, υποβιβάζεται σε ένα σύνολο πόρων που προορίζονται να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς και τις επιθυμίες του ανθρώπου. Το μοναδικό νόημα της ύλης είναι να αποτελέσει το υπόστρωμα για την εκδίπλωση των ανθρώπινων σχεδίων. Έτσι, ο κόσμος χωρίζεται σε ανθρώπους και πράγματα. Τα πράγματα δεν έχουν νόημα για τον εαυτό τους, αλλά μόνο για τον άνθρωπο.

Αυτή είναι η πρώτη εποχή του πράγματος. Η μορφή γνώσης που εγγυάται τη συγκεκριμένη διάκριση είναι η επιστήμη. Στον κόσμο της επιστήμης, ο άνθρωπος είναι το μόνο ον που μπορεί να γνωρίσει, είναι το ενεργητικό υποκείμενο της γνώσης, ενώ όλος ο υπόλοιπος κόσμος μετατρέπεται σε παθητικό αντικείμενο της γνώσης. Έτσι, ο χωρισμός του κόσμου σε ανθρώπους και πράγματα ορίζει και τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου που θεμελιώνει και διαπερνά τη σκέψη της νεοτερικότητας.

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ του πράγματος συνδέεται με την εδραίωση του καπιταλισμού. Επικαλύπτεται σε σημαντικό βαθμό με την πρώτη, αλλά προϋποθέτει κάποιες θεσμικές εξελίξεις, οι οποίες τοποθετούν την έναρξή της έναν αιώνα αργότερα. Και εδώ έχουμε μια ανασημασιοδότηση που αποβλέπει στην  απενεργητικοποίηση της ύλης, αλλά αυτή λαμβάνει χώρα σε διαφορετικό επίπεδο. Πρόκειται για τη μετατροπή των αξιών χρήσης σε ανταλλακτικές αξίες. Με τη θεμελίωση του καπιταλισμού και τον πλήρη εκχρηματισμό του πολιτισμού, τα πράγματα παύουν να συνδέονται με τις ζωές των ανθρώπων με μοναδικούς τρόπους και γίνονται όλα ισοδύναμα μεταξύ τους βάσει ενός κοινού αφηρημένου μέτρου. Ένα πράγμα, όσο είναι αξία χρήσης, συνδέεται με συγκεκριμένες ανάγκες συγκεκριμένων ανθρώπων σε συγκεκριμένες συνθήκες διαβίωσης. Όμως, αυτός ο συγκεκριμένος χαρακτήρας της σχέσης των ανθρώπων με τα πράγματα, που καθιστά τα δεύτερα οργανικό τμήμα του προγράμματος ζωής των πρώτων, εμποδίζει την εδραίωση του εμπορικού καπιταλισμού. Για να μπορέσει να λειτουργήσει ο κύκλος αξιοποίησης του κεφαλαίου πρέπει όλα τα πράγματα να είναι με κάποιον τρόπο ισοδύναμα μεταξύ τους· πρέπει όλα να μπορούν να αναχθούν στο ίδιο αφηρημένο μέτρο, ώστε οτιδήποτε να μπορεί να ανταλλαγεί με οτιδήποτε. Κάτι τέτοιο, βέβαια, δεν μπορεί να γίνει σε έναν κόσμο όπου η νοηματοδότηση των πραγμάτων συνδέεται με τις ζωές των ανθρώπων. Έτσι, δημιουργείται (θεσμίζεται, θα ήταν πιο σωστό να πούμε) ένα νέο επίπεδο πραγματικότητας που είναι η οικονομία: ο κόσμος των αξιών χωρίς συγκεκριμένη αξία. Σε αυτόν τον κόσμο, το πράγμα υφίσταται μια δεύτερη οντολογική υποβάθμιση: μετατρέπεται σε εμπόρευμα. Η κοινωνική δυνητικότητα του πράγματος, η οποία εκφράζεται από το γεγονός ότι μπορεί να αποτελέσει τμήμα συγκεκριμένων προγραμμάτων ζωής, υποχωρεί μπροστά στην πλήρη απορρόφηση αυτής της δυνητικότητας από το χρήμα και στην ανάγκη νοηματοδότησης της ύπαρξης του πράγματος αποκλειστικά βάσει της ανταλλακτικής του αξίας.

Αυτή, λοιπόν, είναι η δεύτερη εποχή του πράγματος. Η μορφή γνώσης που εγγυάται την καθήλωση του πράγματος σε έναν κόσμο αξιών χωρίς συγκεκριμένη αξία είναι η πολιτική οικονομία.

Η ΤΡΙΤΗ ΕΠΟΧΗ αρχίζει με την εδραίωση του βιομηχανικού καπιταλισμού, τον 19ο αιώνα. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός φέρνει μια νέα μορφή στον ανθρώπινο πολιτισμό. Αυτή είναι η μηχανή. Μέχρι τον 19ο αιώνα, ελάχιστες ήταν οι μηχανές στην ιστορία του ανθρώπου και καμία από αυτές δεν έπαιξε τον καθοριστικό ρόλο που άρχισαν να παίζουν οι μηχανές στο πλαίσιο τη βιομηχανικού καπιταλισμού. Στην πιο ουδέτερη μορφή τους, οι μηχανές είναι συναρμογές υλικών εξαρτημάτων, καθένα από τα οποία είναι αδρανές, καθότι υλικό. Οι ίδιες οι συναρμογές, όμως, όταν τροφοδοτηθούν με ενέργεια είναι σε θέση να εκτελέσουν ένα έργο, το έργο για το οποίο έχουν κατά περίπτωση κατασκευαστεί. Οι μηχανές διαθέτουν ενεργητικότητα αλλά αυτή η ενεργητικότητα ετεροκαθορίζεται: ο άνθρωπος είναι αυτός που αποφασίζει πότε και για πόσο θα δουλέψει η μηχανή. Στο πλαίσιο του βιομηχανικού καπιταλισμού, οι μηχανές επιστρατεύονται για έναν σκοπό που υπερβαίνει την απλή εκτέλεση της εργασίας. Συγκροτούν «τεχνικά σύνολα», όπως τα ονομάζει ο Gilbert Simondon, τα οποία οργανώνουν την ίδια την ανθρώπινη εργασία και, ως εκ τούτου, το σύνολο της παραγωγικής δραστηριότητας. Η ανθρώπινη εργασία παύει να είναι αυτόνομη δημιουργική δραστηριότητα και αφομοιώνεται από τα τεχνικά σύνολα, γίνεται μία από τις εργασίες που εκτελούνται εντός των τεχνικών συνόλων. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι μηχανές ανέκτησαν την αυτονομία και την ενεργητικότητά τους. Τα τεχνικά σύνολα δεν αυτοοργανώνονται. Είναι αποτέλεσμα επιτελικού σχεδιασμού από τις δυνάμεις που αποβλέπουν στην αξιοποίηση του κεφαλαίου μέσω της εκμετάλλευσης της ανθρώπινης εργασίας. Άρα, η πρωτοβουλία και η ενεργητικότητα δεν ανήκει στις μηχανές, αλλά στο κεφάλαιο.

Όπως και να το κάνουμε, όμως, η κατασκευή μηχανών και η δημιουργία τεχνικών (τεχνοκοινωνικών, για την ακρίβεια) συνόλων αποτελεί μια σχετική αναβάθμιση της ύλης: άνθρωποι και μηχανές δουλεύουν «στο ίδιο επίπεδο», όπως γράφει, πάλι, ο Simondon. Συν-εργάζονται (co-operate). Οι μηχανές είναι ανοικτά συστήματα, τα οποία βρίσκονται σε συνεχή διαπραγμάτευση με το περιβάλλον τους: Οι άνθρωποι και οι άλλες μηχανές πρέπει να κατανοήσουν τους περιορισμούς και τις ιδιαιτερότητές τους και να εκπονήσουν μαζί τους ένα σχέδιο δράσης που θα οδηγήσει όσο το δυνατόν πλησιέστερα και με όσο το δυνατόν μικρότερη τριβή στο προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα. Άνθρωποι και μηχανές δένονται με μια οργανική σχέση, όχι μόνο επειδή η ανθρώπινη παραγωγικότητα καθορίζεται από τον ρυθμό της μηχανής, αλλά κι επειδή οι άνθρωποι φροντίζουν τις μηχανές, μπαίνουν μέσα τους, λερώνονται από τα εκκρίματά τους, συχνά εγκαταλείπουν τα μέλη τους στο εσωτερικό τους. Δεν πρόκειται για ρομαντικοποίηση μιας δύσκολης συνθήκης –κάθε άλλο– αλλά για την επισήμανση του γεγονότος ότι ανάμεσα σε ανθρώπινους και μη ανθρώπινους δρώντες αναπτύσσεται μια μορφή επικοινωνίας και αμοιβαίας νοηματοδότησης που, κατ’ αναλογία προς την «κοινωνικότητα», θα μπορούσε να ονομαστεί «τεχνικότητα». Αυτή είναι η στιγμή που συμβαίνει η τρίτη οντολογική υποβάθμιση της ύλης. Γιατί η τεχνικότητα φαίνεται να υποκρύπτει τη δυνατότητα υπέρβασης του τρόπου με τον οποίο το κεφάλαιο νοηματοδοτεί τη σχέση των ανθρώπων με τις μηχανές. Έτσι, επέρχεται μια φαινομενική αναβάθμιση των ανθρώπινων δρώντων και μια πραγματική υποβάθμιση των μηχανών.

Οι μηχανές παύουν να είναι ανοικτά συστήματα και κλείνονται σε κουτιά εφοδιασμένα με κουμπιά. Η λειτουργία τους μυστικοποιείται και η συντήρησή τους αποσπάται από τους εργαζόμενους και ανατίθεται στους μηχανικούς. Το μόνο που χρειάζεται να κάνουν οι εργαζόμενοι είναι να πατήσουν το κατάλληλο κουμπί για να θέσουν τη μηχανή σε λειτουργία και το κατάλληλο κουμπί για να τη σταματήσουν. Η οργανική σχέση, η αμοιβαία νοηματοδότηση και η συν-εργασία παύουν να υφίστανται και οι εργαζόμενοι αποξενώνονται από τις μηχανές. Οι μηχανές ορθώνονται, πλέον, απέναντί τους. Όμως, η υποβάθμιση της σχέσης των εργαζόμενων με τις μηχανές δεν είναι η αιτία, αλλά το αποτέλεσμα της υποβάθμισης των ίδιων των μηχανών. Το κλείσιμο των μηχανών σε κουτιά σημαίνει ότι οι μηχανές γίνονται πράγματα. Πράγματα που παραμένουν χρηστικά όχι όσο είναι σε θέση να διαπραγματεύονται αποτελεσματικά με το περιβάλλον τους, αλλά όσο λειτουργούν σύμφωνα με τα προκαθορισμένα πρότυπα αποδοτικότητας της καπιταλιστικής παραγωγής.

Αυτή είναι η τρίτη εποχή του πράγματος, λοιπόν. Η μορφή γνώσης που εποπτεύει την πραγμοποίηση των μηχανών είναι η μηχανοτεχνία (engineering), η οποία αντιπροσωπεύει τις μορφές εξουσίας που ασκούνται στις μηχανές (σχεδιασμός, μέτρηση αποδοτικότητας, ρύθμιση), προκειμένου αυτές να παραμείνουν καθηλωμένες στο επίπεδο του πράγματος.

Η συγκεκριμένη εποχή, ωστόσο, έρχεται με φόβους και απειλές. Το κλείσιμο των μηχανών σε κουτιά τις μετατρέπει σε αδιαφανή αντικείμενα, ο προορισμός των οποίων δεν είναι να λειτουργούν ως υποκινητές μιας συμμετοχικής κοινωνικοποίησης, αλλά ως φορείς μιας αλλοτριωτικής κανονικοποίησης. Η διαμεσολάβηση των πραγμοποιημένων μηχανών αποξενώνει τους ανθρώπους από τη δημιουργικότητά τους, από το νόημα της εργασίας τους και από τις κοινωνικές τους σχέσεις. Ταυτόχρονα, η επίγνωση ότι αυτό που είναι κλεισμένο μέσα στο κουτί είναι μια πραγματική δυνατότητα δράσης, μια δύναμη που παραμένει αφανής, αλλά που, υπό ορισμένες συνθήκες, μπορεί να εκφραστεί ερήμην και πιθανότατα εναντίον του ανθρώπου γεννάει τον φόβο για τη μηχανή. Η μηχανή που έχει αποξενωθεί από την τεχνικότητά της, η αλλοτριωμένη μηχανή, βιώνεται ως δυνητική απειλή για τον άνθρωπο που έχει αποξενωθεί από την κοινωνικότητά του, τον αλλοτριωμένο άνθρωπο. Ιστορικά, η συνθήκη αυτή εκφράστηκε με την πρώτη κρίση της νεοτερικότητας και τον χιλιαστικό φόβο για την «εκτός ελέγχου τεχνολογία», στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Είναι η ίδια συνθήκη που οδήγησε και στη γέννηση της φιλοσοφίας της τεχνολογίας.

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζονται και οι μηχανές της λεγόμενης τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης. Παρά το γεγονός ότι οι ψηφιακές μηχανές διαφέρουν ουσιωδώς από τις θερμικές μηχανές, και οι δύο ζουν στον κόσμο των πραγμάτων, και οι δύο παραμένουν κλεισμένες σε υλικά ή πληροφοριακά κελύφη, και οι δύο αλληλεπιδρούν με τους χρήστες τους μέσω προδιαμορφωμένων διεπαφών οι οποίες καθορίζουν τι μπορούν και τι δεν μπορούν να κάνουν οι τελευταίοι με αυτές. Και, όπως συνέβη με τις θερμικές μηχανές στις αρχές του 20ού αιώνα, έτσι και οι ψηφιακές μηχανές στις αρχές του 21ου αιώνα αντιμετωπίζονται ως αλλοτριωτικές διαμεσολαβήσεις, οι οποίες συνιστούν απειλή για την ακεραιότητα του ανθρώπινου πολιτισμού.

Ο δυτικός πολιτισμός είναι ένας κατεξοχήν πραγμοποιητικός πολιτισμός. Η μετατροπή του κόσμου σε πόρους, των ανθρώπινων αναγκών σε φετιχοποιημένα εμπορεύματα και των ανοικτών μηχανικών συναρμογών σε μυστικοποιημένα τεχνικά αντικείμενα είναι τρία διαδοχικά στάδια της πραγμοποίησης του κόσμου και του ανθρώπου. Η διαπίστωση ότι αυτή η προϊούσα πραγμοποίηση δεν αντανακλά την αντικειμενική εικόνα του κόσμου, αλλά μια ιστορική συνθήκη, μπορεί να συμβάλει σε μια κριτική επανεξέταση των οντολογικών διακρίσεων στις οποίες θεμελιώνεται η δυτική νεοτερικότητα. Κυρίως, όμως, μπορεί να μας απαλλάξει από τον φόβο του πράγματος και να μας βάλει στην τροχιά επαναδιεκδίκησης της ενότητας του κόσμου. Σίγουρα η επιστήμη και η φιλοσοφία θα δυσκολευτούν να μας βοηθήσουν σε αυτό το έργο, εφόσον για πολλά χρόνια η δουλειά τους ήταν η θεμελίωση αυτών ακριβώς των διακρίσεων. Ίσως χρειάζεται να εφευρεθεί μια νέα γλώσσα, η οποία θα φέρνει μαζί τις επιστήμες, τη φιλοσοφία και τις τέχνες, προκειμένου να αρθρωθεί ένα σύνολο λόγων και πρακτικών που θα αμφισβητούν τις εδραιωμένες ταξινομήσεις και ιεραρχίες του ύστερου καπιταλισμού. Και σίγουρα δεν χρειάζεται να αρχίσουμε σπάζοντας τις μηχανές: Αυτό που χρειάζεται είναι να σπάσουμε τα κουτιά μέσα στα οποία είναι κλεισμένες οι μηχανές.

Image credits: Giovanni Battista Bracelli, Bizzarie di varie figure, 1624 | The great exhibition at the Crystal Palace, 1851 | Ida York Abelman, Man and Machine, ca. 1939 |Nathan Sawaya, 2014

.