Χειραγώγηση

ΤΟΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕ ότι κλέβουν τις ζωές μας. Ότι μας στερούν τη δυνατότητα να αποφασίζουμε, να σφάλουμε, να διαπραγματευόμαστε. Τους κατηγορούμε ότι φτιάχνουν το προφίλ μας χωρίς τη συναίνεσή μας και ότι παρεμβαίνουν για να διαμορφώσουν («αυτοματοποιήσουν») τη συμπεριφορά μας σύμφωνα με τις επιταγές των μηχανισμών της αγοράς και του κράτους. Τους κατηγορούμε ότι απογυμνώνουν τον πολιτισμό από τη μαγεία της δημιουργικότητας και επιβάλλουν την ομοιομορφία και τη ρηχότητα ως καθολικό αισθητικό πρότυπο. Μιλάω ασφαλώς για τους αλγόριθμους. Αλγοριθμικό μάνατζμεντ, αλγοριθμική αξιολόγηση, αλγοριθμικός πολιτισμός… Γνωρίζουμε, όμως, πραγματικά τους αλγόριθμους;

Προσωπικά, όσο τους γνωρίζω τόσο περισσότερο τους συμπαθώ. Καταρχάς είναι μαζί μας από την αυγή του πολιτισμού και μας έχουν συντροφέψει σε όλη τη διάρκεια της Ιστορίας. Χωρίς αυτούς δεν θα υπήρχε πολιτισμός. Ή, έστω, ο πολιτισμός μας θα ήταν πολύ διαφορετικός – πολύ πιο συγκεντρωτικός και αυταρχικός. Χωρίς τους αλγόριθμους δεν θα είχαμε κανένα έλεγχο στις ζωές μας.

Τι είναι στ’ αλήθεια ένας αλγόριθμος; Είναι μια πεπερασμένη σειρά σαφών οδηγιών, καθεμιά από τις οποίες μπορεί να εκτελεστεί με απλά μέσα που έχουν στη διάθεσή τους όλοι οι άνθρωποι. Ακολουθώντας τα διαδοχικά βήματα ενός αλγόριθμου μπορούμε να φτάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα (να κάνουμε έναν υπολογισμό, να φτιάξουμε ένα φαγητό, να κατασκευάσουμε ένα αντικείμενο), χωρίς να χρειάζεται κάθε φορά να εξαρτόμαστε από αυτούς που έχουν τη συγκεκριμένη γνώση. Ασφαλώς, απαιτείται εξαιρετική ευφυΐα για την κατασκευή ενός αλγόριθμου. Η εκτέλεσή του, όμως, ιδανικά δεν απαιτεί καμία ευφυΐα. Η δημιουργία αλγορίθμων είναι ένας τρόπος διαμοιρασμού της γνώσης, ο οποίος καθιστά δυνατή την αξιοποίησή της από ανθρώπους που υπό άλλες συνθήκες δεν θα είχαν πρόσβαση σε αυτή. Πού είναι το πρόβλημα με τον αλγοριθμικό πολιτισμό, λοιπόν;

Θα ακουστεί τετριμμένα μαρξιστικό, αλλά το πρόβλημα βρίσκεται στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Ο αλγόριθμος είναι ένα κομμάτι ευφυΐας, το οποίο έχει αποσπαστεί από το υποκείμενο που την κατέχει και έχει γίνει κοινό κτήμα. Μία από τις συνέπειες αυτής της συνθήκης είναι ότι το συγκεκριμένο κομμάτι ευφυΐας μπορεί να ενσωματωθεί σε μηχανές. Χωρίς αλγόριθμους δεν θα υπήρχαν αυτοματισμοί. Στη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία, οι αυτοματισμοί εντατικοποιούν την εργασία και κάνουν δυνατή την εξαγωγή της σχετικής υπεραξίας. Μια πιο πρόσφατη εξέλιξη είναι η ενσωμάτωση των αλγορίθμων σε ψηφιακά συστήματα, τα οποία αλληλεπιδρούν κοινωνικά με τους ανθρώπους. Η ψηφιακή εκτέλεση των αλγορίθμων δεν κανονικοποιεί μόνο την εργασία, αλλά και όλη την κοινωνική συμπεριφορά των υποκειμένων. Αυτό σημαίνει ότι οι ιδιοκτήτες των ψηφιακών πλατφορμών μπορούν να επωφεληθούν από τον συμπεριφορικό χειρισμό των χρηστών είτε για την εξαγωγή υπεραξίας είτε για τη δημιουργία καθοδηγούμενης καταναλωτικής ή πολιτικής συμπεριφοράς.

Πώς θα μπορούσε να είναι, λοιπόν, ένα σύνθημα που θα συμπύκνωνε την αντίστασή μας στην αλγοριθμική χειραγώγηση της κοινωνικής ζωής από τον όψιμο καπιταλισμό; «Να απελευθερώσουμε τους αλγόριθμους»!

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 126, στις 5 Φεβρουαρίου 2022.

et consumimur igni

ΔΙΑΣΧΙΖΟΥΜΕ μιαν εποχή όπως περνάμε την άκρη της Dogana, δηλαδή μάλλον γρήγορα.

Στην αρχή δεν την κοιτάμε καν, ενώ πλησιάζει. Κι ύστερα την ανακαλύπτουμε φτάνοντας στο ύψος της, και πρέπει να παραδεχτούμε ότι φτιάχτηκε έτσι, κι όχι αλλιώς. Προσπερνάμε όμως κιόλας τον κάβο, και την αφήνουμε πίσω, και ξανοιγόμαστε σε άγνωστα νερά.

[…] Μέσα σε είκοσι χρόνια, δεν προλαβαίνει κανείς να ζήσει πραγματικά παρά σε ελάχιστα σπίτια. Ήσαν όλα φτωχά, το υπογραμμίζω, μα σε καλή θέση. Ό,τι άξιζε ήταν καλοδεχούμενο και για τα υπόλοιπα η πόρτα κλειστή. Η ελευθερία δεν είχε τότε πολλά άλλα μέρη να μείνει.

[…] Η αίσθηση της ροής του χρόνου υπήρξε πάντα πολύ έντονη μέσα μου, και με τραβούσε, όπως άλλους τους τραβάει το κενό ή το νερό. Μ’ αυτή την έννοια, αγάπησα την εποχή μου, που είδε να χάνεται κάθε υφιστάμενη ασφάλεια και να καταρρέουν όλα όσα είχαν επιβληθεί κοινωνικά.

Διασχίζουμε τώρα το τοπίο αυτό, το ρημαγμένο από τον πόλεμο που μια κοινωνία έχει εξαπολύσει εναντίον του εαυτού της, εναντίον των ίδιων της των δυνατοτήτων. Το ασχήμισμα των πάντων ήταν πιθανόν το αναπόφευκτο τίμημα της σύγκρουσης. Μόνο επειδή ο εχθρός έφτασε να κάνει τόσα λάθη, αρχίσαμε εμείς να κερδίζουμε.

Η πιο αληθινή αιτία του πολέμου, για τον οποίο τόσες απατηλές ερμηνείες έχουν δοθεί, είναι πως έπρεπε αναγκαστικά να προκύψει σαν μια σύγκρουση πάνω στο θέμα της αλλαγής. Δεν του έμενε πλέον κανένα από τα χαρακτηριστικά μιας σύγκρουσης μεταξύ συντήρησης και αλλαγής. Κι ήμασταν εμείς, περισσότερο από τον καθένα, οι άνθρωποι της αλλαγής, σε καιρούς που άλλαζαν. Οι ιδιοκτήτες της κοινωνίας ήσαν αναγκασμένοι, για να κρατηθούν, να θέλουν μια αλλαγή που ήταν η αντίθετη από τη δική μας. Θέλαμε να ξαναχτίσουμε τα πάντα, κι αυτοί επίσης, αλλά σε κατευθύνσεις εκ διαμέτρου αντίθετες. Αυτό που φτιάξανε αρκεί για να δείξει, στο αρνητικό, το δικό μας σχέδιο. Τα τεράστια έργα τους τούς έφεραν λοιπόν εδώ, σε αυτή τη διαφθορά. Το μίσος της διαλεκτικής οδήγησε τα βήματά τους ίσαμε αυτήν εδώ τη χαβούζα.

Έπρεπε να εξαφανίσουμε –και είχαμε γι’ αυτό ικανά όπλα– κάθε ψευδαίσθηση διαλόγου ανάμεσα σε αυτές τις ανταγωνιστικές προοπτικές. Κι έπειτα τα γεγονότα θα έδιναν την ετυμηγορία τους. Και την έδωσαν.

Έχει γίνει ακυβέρνητη αυτή η «χαλασμένη γη» όπου νέες οδύνες κρύβονται πίσω από το όνομα παλαιών απολαύσεων, κι όπου οι άνθρωποι φοβούνται τόσο πολύ. Γυρίζουν γύρω-γύρω μέσα στη νύχτα και κατατρώγονται από τη φωτιά. Ξυπνούν σαστισμένοι και ψάχνουν τη ζωή ψηλαφώντας. Κυκλοφορεί η φήμη πως, αυτοί που την απαλλοτρίωσαν, την έχουν, σαν επιστέγασμα, χάσει.

Να λοιπόν ένας πολιτισμός που φλέγεται, καταποντίζεται και χάνεται ολόκληρος. Όμορφος τορπιλισμός αλήθεια!

Guy Debord (1978), In Girum Imus Nocte et Consumimur Igni, μτφρ. Ανδρέας Βαρίκας.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 116, στις 11 Σεπτεμβρίου 2021.

Image Credit: Cerith Wyn Evans, In Girum Imus Nocte et Consumimur Igni, 2006.

Μέλλον

ΣΕ ΜΙΑ ΕΡΕΥΝΑ που κάναμε πρόσφατα, ήρθαμε αντιμέτωποι με μια περίεργη διαπίστωση. Η έρευνα αφορούσε την αντίληψη που αναπτύσσουν για τον χρόνο άτομα μεταξύ 13 και 16 ετών, τα οποία εκτίθενται συστηματικά σε ψηφιακά περιβάλλοντα (gaming και μέσα κοινωνικής δικτύωσης). Ενώ η αντίληψη αυτή είναι εξαιρετικά εκλεπτυσμένη και αρθρώνεται σε πολλαπλά επίπεδα, μοιάζει να είναι ελλιπής: Σχεδόν πουθενά δεν εμφανίζεται το μέλλον. Οι ικανότητες που αναπτύσσουν οι digital natives να κινούνται ανάμεσα σε διαφορετικά χρονικά πλαίσια, να αψηφούν τις διαφορές ανάμεσα σε χρονικές ζώνες, ακόμα και να παράγουν συνεχείς αφηγήσεις από ασυνεχείς ροές δεδομένων είναι εκπληκτικές και πρωτόγνωρες. Ωστόσο, αυτές οι ικανότητες αφορούν κατά κύριο λόγο το παρόν και το παρελθόν. Το μέλλον εμφανίζεται μόνο ως μια παιχνιδοποιημένη εκδοχή του παρόντος, η οποία εμφορείται από έντονο τεχνολογικό ντετερμινισμό και παίρνει τη μορφή της χάρη στα σενάρια που υλοποιούνται στις ψηφιακές πλατφόρμες.

«Πού χάθηκε το μέλλον;» αναρωτιόταν πριν μερικά χρόνια ο ανθρωπολόγος Marc Augé. Ασφαλώς, δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι τα άτομα που μελετήθηκαν είναι αντιπροσωπευτικά μιας γενιάς που μεγάλωσε στο πλαίσιο δυο διαδοχικών κρίσεων, της οικονομικής και της υγειονομικής. Το παρόν αποκτά ιδιαίτερο βάρος σε αυτές τις συνθήκες. Χάνει την αποβλεπτικότητα και τον μεταβατικό χαρακτήρα του και γίνεται μια δυσκίνητη μάζα προβλημάτων που απαιτεί την αποκλειστική προσοχή των υποκειμένων. H επίκληση του μέλλοντος, και μάλιστα ενός διαφορετικού ή ανατρεπτικού μέλλοντος, μετατρέπεται σε επιπόλαιη ονειροπόληση που παραβλέπει την επιτακτικότητα του παρόντος και τα «προβλήματα της πραγματικής ζωής».

Δεν είναι, όμως, μόνο οι σημερινοί έφηβοι που χάνουν την προοπτική του μέλλοντος. Η απουσία προοπτικής τείνει να γίνει καταστατική συνθήκη της ζωής μεγάλου αριθμού ανθρώπων. Το πρεκαριάτο είναι η ρευστή κοινωνική κατηγορία που περιλαμβάνει όσους και όσες προορίζονται να ζήσουν σε μόνιμη εργασιακή επισφάλεια. Περιμένουμε (απαιτούμε!) από αυτούς τους ανθρώπους να είναι καλοί παιδαγωγοί, παραγωγικοί εργαζόμενοι, δημιουργικοί ερευνητές, ενώ ταυτόχρονα τους εγκλωβίζουμε σε έναν τρόπο οργάνωσης της παραγωγής και του κράτους που τους στερεί κάθε δυνατότητα να οραματιστούν την προσωπική τους εξέλιξη. Η επανάληψη του παρόντος αποτελεί την καλύτερη εκδοχή του μέλλοντος που μπορούν να φανταστούν. Όταν το έργο στο οποίο πρέπει να διοχετεύσουν όλη τους την ενέργεια είναι η εξασφάλιση μιας θέσης αναπληρώτριας καθηγήτριας στη Μέση Εκπαίδευση ή ακαδημαϊκής υποτρόφου στο Πανεπιστήμιο για την επόμενη χρονιά, η επεξεργασία μιας παιδαγωγικής ή ερευνητικής ατζέντας αποτελεί πολυτέλεια, πόσω μάλλον η σύνδεση της εργασίας τους με την προοπτική της κοινωνικής αλλαγής.

Σε συνθήκες κρίσης, ο καπιταλισμός εγκαταλείπει την επιτήδευση της νεοτερικότητας. Η λειτουργία του επικεντρώνεται στη στείρα αναπαραγωγή μοτίβων που εξασφαλίζουν τη σταθερότητα του συστήματος, ενώ ταυτόχρονα μετατρέπουν την επιτακτικότητα του παρόντος σε μαύρη τρύπα που καταβροχθίζει όλες τις διαστάσεις της χρονικότητας των υποκειμένων.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 106, στις 27 Μαρτίου 2021.

IMAGE CREDIT: M.C. Escher, Bond of Union, 1956.