Εξορία

ΤΟ ΣΩΜΑ είναι ισχυρό. Το σώμα είναι ευάλωτο. Πώς γίνεται να είναι και τα δύο; Γίνεται, επειδή το σώμα είναι εκτεθειμένο. Επειδή ζει στο βασίλειο της υλικότητας και μοιράζεται τον κόσμο με ένα τεράστιο πλήθος μορφών – ενεργών παραγόντων– που είναι σε θέση να επηρεάσουν τη σύσταση και τη λειτουργία του. Το ανθρώπινο σώμα κατοικεί στο βασίλειο της ύλης και της ενδεχομενικότητας, όπου η ζωή είναι ένας γρίφος που λύνεται μέρα με τη μέρα, στιγμή με τη στιγμή. Κάθε λάθος απόφασή του, κάθε αδυναμία του να ανταποκριθεί στις προκλήσεις του κόσμου απειλεί να οδηγήσει στην κατάλυση της οργάνωσής του και στην απορρόφησή του από την αρχέγονη πολλαπλότητα. Το σώμα παραμένει ουσιωδώς πρωτόγονο.

Δεν ισχύει το ίδιο για το πνεύμα. Το πνεύμα δεν κατοικεί στο βασίλειο της ύλης· συμμετέχει στη βασιλεία του Θεού. Και αν όχι σ’ αυτή, τουλάχιστον στον κατασκευασμένο από τους ανθρώπους, αλλά εξίσου ευγενή και οριοθετημένο πολιτισμό. Όχι ότι αυτό το βασίλειο είναι απαλλαγμένο από την ενδεχομενικότητα και τον κίνδυνο της εκτροπής. Η ανθρώπινη επιθυμία πάντα βρίσκει τρόπους να ψηλαφεί τα όρια του επιτρεπτού και να ερωτοτροπεί με την πρόκληση της υπέρβασης. Όμως, το βασίλειο του πνεύματος είναι και η επικράτεια του ελέγχου: των εντολών, του δέοντος, του νόμου, της ηθικής συμμόρφωσης, της ιδεολογικής χειραγώγησης, της πολιτισμικής προσαρμογής. Είναι η επικράτεια όπου η ενδεχομενικότητα επιτηρείται από τους κανόνες που έχει θεσπίσει ο ανθρώπινος πολιτισμός.

Και αν το πνεύμα παραβεί τους κανόνες, τότε τιμωρείται… το σώμα. Το ίδιο το πνεύμα δεν μπορεί να τιμωρηθεί. Το πεδίο της τιμωρίας είναι αποκλειστικά το σώμα.

Η πανδημία των ημερών μας δοκιμάζει αυτή τη διάκριση, υπονομεύοντας την εδραιωμένη ιεραρχία και αντιστρέφοντας τη διαδικασία της τιμωρίας. Ο ιός εποικίζει τα σώματά μας τιμωρώντας μας για κάτι που δεν έχουμε κάνει· ή ίσως τιμωρώντας μας γι’ αυτόν τον ίδιο τον αρχέγονο διχασμό. Το σώμα προσβάλλεται, υποφέρει, και το υποκείμενο για να σωθεί αποσύρεται στην επικράτεια του πνεύματος. Τα άτομα αποξενώνονται από το σώμα τους, διακόπτουν την επικοινωνία με τον έξω κόσμο και μετατρέπονται σε λεϊβνίτειες Μονάδες που αναπαριστούν συγχρονισμένα στο εσωτερικό τους την πορεία του κόσμου, χάρη στα ΜΜΕ. Το πνεύμα γίνεται ο τόπος της εξορίας – μιας εξορίας εντός. Η δημιουργικότητα, ο στοχασμός, η αυτομόρφωση, ακόμα και η επικοινωνία, όταν δεν μεσολαβούνται από τη «μολυσματική» παρουσία του σώματος, βιώνονται ως αποκλεισμός από τη ζωή.

Θα μας δώσει, άραγε, αυτή η εμπειρία την ευκαιρία να υπερβούμε τον διχασμό σώματος-πνεύματος και να αποκτήσουμε επίγνωση των πολλαπλών σωμάτων στα οποία μοιράζεται η ζωή μας; Να βιώσουμε την ενότητα της ύπαρξης, πέρα από τα όρια της αστικής εξατομίκευσης, ως ενεργητική και επιθυμητική συμμετοχή του ατόμου στο γίγνεσθαι ενός ενιαίου ανθρώπινου κόσμου;

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 84, στις 4 Απριλίου 2020.

Image credit: Pablo Picasso, La Muse, 1935

Ο Νεύτων στο Δελχί

Η ΕΝΝΟΙΑ του χώρου αποτελεί ένα από τα ισχυρότερα μεταφυσικά θεμέλια της δυτικής επιστήμης, αλλά και της κοινής αντίληψης για τον κόσμο. Δύο ερωτήματα απασχόλησαν κυρίως τους φιλοσόφους και τους επιστήμονες σε σχέση με τη φύση του χώρου. Το ένα είναι αν ο χώρος είναι απόλυτος ή σχετικός. Το άλλο είναι αν ο χώρος υπάρχει αντικειμενικά ή αν είναι συνυφασμένος με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Κανένα από τα δύο δεν έχει απαντηθεί τελεσίδικα. Από μια άλλη άποψη, ωστόσο, και τα δύο έχουν απαντηθεί μέσω της καθημερινής πολιτισμικής πρακτικής. Μέσω του τρόπου που τοποθετούμε τα σώματά μας, που κινούμαστε, που χτίζουμε τις πόλεις μας, που σχεδιάζουμε τα διαστημικά ταξίδια: Ο χώρος είναι ένας κενός υποδοχέας, ο οποίος αποτελείται από θέσεις. Δεν έχει ποιότητες και όλα τα σημεία του είναι κατ’ αρχήν αδιαφοροποίητα. Το μόνο που διακρίνει τα διαφορετικά σημεία μεταξύ τους είναι οι συντεταγμένες τους. Μολονότι συχνά μιλάμε για «καρτεσιανές συντεταγμένες», στην πραγματικότητα πρόκειται για τον «απόλυτο, αληθή και μαθηματικό» χώρο του Νεύτωνα.

Η κίνηση σε αυτόν τον χώρο είναι κατ’ αρχήν αδρανειακή, δηλαδή ευθύγραμμη και ισοταχής. Και άσκοπη. Η σκοπιμότητα εκδηλώνεται με την παρουσία ενός βουλητικού παράγοντα –μιας δύναμης–, η οποία αποτυπώνει την απόφαση του κινητού να εκτραπεί από την αδρανειακή κίνηση προκειμένου να μεταβεί σε μια συγκεκριμένη θέση. Η τροχιά που διαγράφεται αποτυπώνει τον τρόπο με τον οποίο η βούληση αλληλεπιδρά με τη φυσική αναγκαιότητα για την υλοποίηση της συγκεκριμένης απόφασης. Κι αυτό υπήρξε ανέκαθεν ένα από τα κύρια αντικείμενα της Φυσικής.

Όλα αυτά μέχρι να βρεθεί κάποιος στο Παλιό Δελχί. Εκεί, η αίσθηση του χώρου αλλάζει άρδην. Η πυκνότητα των σωμάτων, των αντικειμένων, των ήχων, των οσμών είναι τέτοια που ο χώρος μετατρέπεται σε plenum. Όλα κινούνται σε επαφή το ένα με το άλλο. Και για να κινηθεί ή να αλλάξει κατεύθυνση κάτι, πρέπει να κινηθούν όλα. Ο χώρος δεν προϋπάρχει των σωμάτων, δεν έχει συντεταγμένες στις οποίες αυτά μπορούν να μεταβούν, πολύ δε περισσότερο να εγκατασταθούν. Η αίσθηση της έκτασης παράγεται από την ίδια την κίνηση, σαν κουκούλι που διαστέλλεται και συστέλλεται για να περιβάλει τα σώματα που αλληλεπιδρούν. Ο χώρος βιώνεται ως ένα μεταβαλλόμενο σύνολο νοημάτων που τροφοδοτείται από την αντιληπτικότητα και τον συγκερασμό των προθέσεων υποκειμένων που διαπραγματεύονται διαρκώς τις επιλογές τους. Σε αυτό το πλαίσιο, οι τροχιές των σωμάτων δεν αντιπροσωπεύουν την υλοποίηση της απόφασής τους να μεταβούν σε συγκεκριμένες θέσεις που έχουν συλλάβει με τη μαθηματική τους φαντασία. Αντιπροσωπεύουν τον τρόπο με τον οποίο αυτά εντάσσονται στη ροή, προκειμένου να βρεθούν προσωρινά σε θέσεις που ταιριάζουν περισσότερο με τις επιλογές τους. Η κίνηση είναι η τέχνη με την οποία τα σώματα συμμετέχουν στον χορό της πραγματικότητας.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 64, στις 18 Μαΐου 2019.

Res cogitans

ΣΤΑ ΜΕΣΑ του 17ου αιώνα, ο René Descartes οριστικοποίησε ένα σχήμα που διαπερνούσε μεγάλο μέρος του δυτικού φιλοσοφικού και θεολογικού στοχασμού. Τη διάκριση σώματος-πνεύματος. Το υλικό σώμα ταυτίζεται με την ιδιότητα της έκτασης, ενώ το πνεύμα με την ικανότητα της σκέψης. Το σώμα αντιπροσωπεύει την παθητικότητα και την αδράνεια, ενώ το πνεύμα αντιπροσωπεύει την ενεργητικότητα και τη βούληση. Ένα σημαντικό πρόβλημα που προέκυψε από αυτή τη διάκριση είναι το πρόβλημα της επικοινωνίας των δύο διαστάσεων της ύπαρξης. Πώς μεταφέρει το σώμα τις εμπειρίες και τις ανάγκες του στο πνεύμα και, κυρίως, πώς μεταφέρει το πνεύμα τις αποφάσεις του στο σώμα; Υπάρχει κάποιο ειδικό όργανο μέσω του οποίου πραγματοποιείται αυτή η μεταβίβαση; Και αν ναι, που ανήκει αυτό, στο σώμα ή στο πνεύμα;

Προφανώς, δεν θα μας απασχολήσει εδώ η πορεία του φιλοσοφικού στοχασμού που αφιερώθηκε στην απάντηση των συγκεκριμένων ερωτημάτων. Στην πορεία της ιστορίας όμως ο καρτεσιανός δυϊσμός μεταφέρθηκε και στα έργα των ανθρώπων. Η κατασκευή των υπολογιστών αναπαράγει σε μεγάλο βαθμό το συγκεκριμένο σχήμα. Η εδραία διάκριση ανάμεσα σε software και hardware κάθε άλλο παρά αναγκαία και τεχνολογικά αυτονόητη είναι: το λογισμικό παραπέμπει στον ανθρώπινο λογισμό και το υλισμικό στην αδρανή σωματικότητα της ύλης. Ακόμα και η ηθική κανονιστικότητα που είναι συναρτημένη με τον καρτεσιανό δυϊσμό βρίσκει εφαρμογή εδώ: το λογισμικό έχει αδιαπραγμάτευτα ηγεμονικό ρόλο και, προοπτικά, τείνει να απορροφήσει το υλισμικό.

Πώς πραγματοποιείται όμως η σύζευξη των δύο διαστάσεων της τεχνολογικής ύπαρξης; Ο Καρτέσιος ήταν πεπεισμένος ότι στο κέντρο του εγκεφάλου βρισκόταν ένας αδένας που επιτελούσε αυτή τη λειτουργία. Στον σύγχρονο υπολογιστή, τη θέση αυτού του οργάνου την παίρνει ο επεξεργαστής. Το CPU είναι το καρτεσιανό conarium. Οι πιο παλιοί θυμούνται, εξάλλου: μέχρι τη δεκαετία του ’80 ο υπολογιστής ονομαζόταν «ηλεκτρονικός εγκέφαλος». Ο εγκέφαλος αυτός περιστοιχίζεται από συσκευές εισόδου και εξόδου, οι οποίες έχουν την ευθύνη να άγουν πληροφορίες από τον κόσμο της ύλης στον κόσμο του πνεύματος, και αντίστροφα. Κι εκείνος, βάσει των δεδομένων με τα οποία τροφοδοτείται, κρίνει, αποφασίζει και ενεργεί. Με αυτή την έννοια, ο υπολογιστής δεν είναι ούτε εργαλείο (=χρήση) ούτε μηχανή (=αυτοματισμός). Είναι ένα νέο είδος που κατασκεύασε ο άνθρωπος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, όχι του εαυτού του, αλλά μιας φιλοσοφικής θεώρησης του εαυτού του.

Θα είχε, επομένως, ενδιαφέρον να αναρωτηθούμε πώς θα ήταν τα πράγματα, αν οι τεχνολογικές επιλογές είχαν καθοριστεί από μια άλλη φιλοσοφική παράδοση. Μολονότι ιστορικά ένα τέτοιο ερώτημα είναι ασφαλώς άνευ νοήματος, το ότι μπορούμε να το διατυπώσουμε είναι σημαντικό: μας επιτρέπει να στοχαστούμε την ενδεχομενικότητα της τεχνολογίας και τον μη αναπόδραστο χαρακτήρα επιλογών που μας επιβάλλονται με το βάρος της «φυσικής» αναγκαιότητας.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 4, στις 5.11.2016

Image Credit: Dora Maar, Sans titre, 1934.