Μαλάκια

Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ άρχισε από ένα δημοσίευμα της Καθημερινής, ο συγγραφέας του οποίου δήλωνε ότι αποφάσισε να μην τρώει χταπόδια, επειδή πρόκειται για μια αξιοθαύμαστη μορφή ζωής. Μολονότι έχουν υπάρξει πολλά τέτοια δημοσιεύματα σε αγγλόφωνα περιοδικά, όπως έχουν υπάρξει και πολλές επιστημονικές μελέτες σχετικά με τη νευροφυσιολογία και τη συμπεριφορά του χταποδιού, το συγκεκριμένο δημοσίευμα φαίνεται ότι προκάλεσε έκπληξη σε πολλούς αναγνώστες. Κάποιοι αποκρίθηκαν ευθαρσώς ότι το τι τρώει ο καθένας κι η καθεμιά είναι ζήτημα γούστου. Κάποιοι άλλοι ότι συμφωνούν, χωρίς όμως να διευκρινίσουν πού σταματούν τα όρια της ευαισθησίας τους: Ο αστακός και τα ταπεινά σαλιγκάρια που πέφτουν ζωντανά στο βραστό νερό τρώγονται ευκολότερα επειδή έχουν υποτυπώδες νευρικό σύστημα; Κάποιοι άλλοι, τέλος, διακρίνουν ένα υποβόσκοντα ειδισμό (speciesism) στον λόγο του συγγραφέα, αλλά τον ευχαριστούν για την ευαισθητοποίηση. Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση εξαντλήθηκε σε ανούσια δημοσιογραφικά σχόλια και εξυπνακίστικα ευφυολογήματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Και όμως, η συζήτηση παρουσιάζει ορισμένες εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πλευρές. Ας προσπαθήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε τον βασικό ισχυρισμό. Δεν τρώμε χταπόδια επειδή μας μοιάζουν; Ε, λοιπόν, όχι, δεν μας μοιάζουν ούτε στο ελάχιστο. Η ευφυΐα δεν είναι μια συνεχής κλίμακα που ξεκινάει από την αμοιβάδα και φτάνει μέχρι τον άνθρωπο. Περισσότερη ευφυΐα ο ελέφαντας, λιγότερη το φίδι και ακόμα λιγότερη ο αχινός. Αυτή είναι η κλίμακα μέτρησης της ανθρώπινης ευφυΐας. Υπάρχουν όμως κι άλλες μορφές, μη ανθρώπινης ευφυΐας. Αν η ευφυΐα είναι η ικανότητα ενός όντος να συγκεντρώνει και να επεξεργάζεται πληροφορίες προκειμένου να παραγάγει σώματα γνώσης που θα του επιτρέψουν να προσαρμοστεί αποτελεσματικά στο περιβάλλον του, τότε είναι εύλογο να σκεφτούμε: πρώτον, ότι υπάρχουν πολλών ειδών ευφυΐες (που εξαρτώνται από τα όντα και τα περιβάλλοντά τους)· δεύτερον, ότι αυτές οι ευφυΐες δεν μπορούν να μπουν σε μια κοινή ποσοτική κλίμακα· και, τρίτον, ότι η θέση της ανθρώπινης ευφυΐας σε αυτό το διανοητικό multiverse είναι απροσδιόριστη και σίγουρα όχι στην κορυφή, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει κορυφή.

Αν σήμερα η εγγύτητα στην υποτιθέμενη κορυφή της κλίμακας ευφυΐας αποτελεί λόγο για την αποφυγή κατανάλωσης ενός ζωικού είδους, στα χρόνια του δουλεμπορίου και της αποικιοκρατίας η απόσταση από αυτή την κορυφή αποτελούσε ηθικό άλλοθι για την απροσχημάτιστη εκμετάλλευση και την κακομεταχείριση άλλων ανθρώπων. Δεν πάνε περισσότερα από εβδομήντα χρόνια, εξάλλου, που έκλεισαν οι ζωολογικοί κήποι με ανθρώπινα εκθέματα στο Βέλγιο, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Άρα, το να διατυπώνουμε κρίσεις βάσει μιας απόλυτης ανθρωποκεντρικής κλίμακας ευφυΐας είναι ούτως ή άλλως προσχηματικό και δεν εγγυάται την ηθική ακεραιότητα των αποφάσεών μας. Χρειαζόμαστε μια ηθική που θα περιλαμβάνει το χταπόδι όχι επειδή μοιάζει στον άνθρωπο, αλλά ανεξάρτητα από αυτό. Επειδή ανήκει σε έναν κόσμο που μας είναι ξένος, αλλά τον σεβόμαστε – έναν κόσμο που, μολονότι αδυνατούμε να τον καταλάβουμε, αρνούμαστε να τον κανιβαλίσουμε.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 137, στις 9 Ιουλίου 2022.

Αναφορές
Thomas Nagel (1974). What Is It Like to Be a Bat? The Philosophical Review, 83(4), 435-450.

Αναμνήσεις

Τι σημαίνει θυμάμαι; Η απάντηση είναι προφανής: Ανακαλώ αναμνήσεις. Τι είναι οι αναμνήσεις; Είναι εγγραφές σε κάποιο σημείο του νευρικού συστήματος (πιθανότατα στον εγκέφαλο), οι οποίες έχουν προκληθεί από αισθητηριακά ερεθίσματα. Γι’ αυτό και όταν για κάποιο λόγο εκφυλίζεται, φυσιολογικά ή παθολογικά, το νευρικό σύστημα, οι αναμνήσεις φθίνουν ή χάνονται τελείως. Τι σημαίνει ανακαλώ; Σημαίνει ότι ενεργοποιώ μια διαδικασία του νευρικού μου συστήματος, η οποία βάσει των οδηγιών που θα της δοθούν αναζητά ένα αντικείμενο με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και συγκεκριμένη χρονική και γεωγραφική σήμανση (θυμάσαι αυτό που συνέβη εκεί, τότε;). Προκειμένου να πραγματοποιηθεί η ανάκτηση της ανάμνησης θα πρέπει η διαδικασία αναζήτησης να οδηγηθεί σε μια συγκεκριμένη περιοχή της μνήμης, να εντοπίσει και να ανασύρει το συγκεκριμένο αντικείμενο. Γι’ αυτό και όταν οι αναμνήσεις πλακώνονται από άλλα αντικείμενα η ανάκτησή τους είναι δύσκολη. Μπορεί ακόμα και να είναι αδύνατη, αν η συσσώρευση άλλων αντικειμένων πάνω τους προκαλεί την καταστροφή τους λόγω συμπίεσης.

Το σχήμα αυτό είναι ασφαλώς μια καρικατούρα. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι όταν δεν έχουμε κάποιον ιδιαίτερο λόγο να είμαστε προσεκτικοί, αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο σκεπτόμαστε τη μνήμη. Το ότι αυτή η συγκεκριμένη περιγραφή θυμίζει τον τρόπο που λειτουργούν οι υπολογιστές (μείον το γεγονός ότι οι υπολογιστές δεν ανατρέχουν απευθείας στη μνήμη, αλλά σε ένα μητρώο εγγραφών) δεν αποδεικνύει ότι η αντίληψή μας για τη μνήμη είναι επηρεασμένη από την κουλτούρα των υπολογιστών, αλλά ότι οι υπολογιστές φτιάχτηκαν προσομοιώνοντας μια ορισμένη αντίληψη για τη λειτουργία του ανθρώπινου νευρικού συστήματος.

Σε μια προσεκτικότερη εξέταση, όμως, η συγκεκριμένη αντίληψη φαίνεται ότι δεν ανταποκρίνεται στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί πραγματικά η μνήμη. Η ανάκτηση της ανάμνησης δεν είναι ανάκτηση ενός «πρωτοτύπου» και δεν υπόκειται σε κριτήρια πιστότητας, από τα οποία ενδεχομένως τεκμαίρεται και η νευρολογική κατάσταση του υποκειμένου. Οι αναμνήσεις έχουν τη δική τους ζωή, η οποία ξεκινά από τη στιγμή της «εγγραφής» των εμπειρικών δεδομένων και φτάνει μέχρι την απόπειρα ανάκτησής τους από το υποκείμενο. Η ενθύμηση  είναι μια ενεργητική διαδικασία επανεπινόησης –ανακατασκευής– του βιώματος που αναφέρεται σε μια στιγμή του παρελθόντος. Αυτή η διαδικασία χρησιμοποιεί τις εμπειρικές αποτυπώσεις περισσότερο ως πρώτη ύλη (ως «πόρους») παρά ως οριστικά διαμορφωμένες εγγραφές, συνδυάζοντάς τες με μεταγενέστερες εμπειρίες, καθώς και με το εκάστοτε διανοητικό και κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο πραγματοποιείται η ανάκτηση. Υπό αυτή την έννοια, η ανάμνηση ενός γεγονότος δεν είναι ποτέ η ίδια. Είναι προϊόν μιας διανοητικής προσπάθειας, η οποία χαράσσει διαδρομές στην αχανή επικράτεια του χρόνου συσχετίζοντας κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο γεγονότα και εμπειρίες προκειμένου να συνθέσει μια συνεκτική αφήγηση που θα νοηματοδοτεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο ένα συγκεκριμένο παρόν. Η μνήμη είναι το ποτάμι του Ηράκλειτου: Κανείς δεν μπαίνει στο ίδιο ποτάμι δύο φορές.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 131, στις 16 Απριλίου 2022.

Αναφορές
Tanja E. Bosch (2016). Memory Studies. A brief concept paper. Working paper in Media, Conflict and Democratisation series.
Andrew Hoskins (2001). New Memory: mediating history. Historical Journal of Film, Radio and Television, 21(4), 333-346.

Η Τεχνητή Νοημοσύνη στον δημόσιο διάλογο

Η χρησιμότητα μιας άχρηστης συζήτησης

ΕΙΝΑΙ ΑΧΡΗΣΤΗ η δημόσια συζήτηση για την Τεχνητή Νοημοσύνη; Ίσως ο χαρακτηρισμός είναι σκόπιμα υπερβολικός για να τραβήξει την προσοχή των αναγνωστών και αναγνωστριών. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ωστόσο, ότι πρόκειται για μια συζήτηση που, κατά το μάλλον ή ήττον, στηρίζεται σε παρανοήσεις.

Στον δημόσιο διάλογο, η παρουσία της ΤΝ αντιμετωπίζεται ως εισβολή, η οποία ενεργοποιεί φόβους ή προσδοκίες. Ο φόβος και η ελπίδα, όμως, είναι από τα μεγαλύτερα γνωσιολογικά εμπόδια – ιδίως η δεύτερη. Το ερώτημα αν θα ζήσουμε σε μια ουτοπία όπου οι μηχανές θα αναλάβουν να παράγουν τους υλικούς όρους της ύπαρξής μας είναι το ίδιο άχρηστο και ανούσιο με το ερώτημα αν θα ζήσουμε σε μια δυστοπία τύπου δικαστή Dredd, όπου η επιτήρηση και η προληπτική καταστολή θα εξουδετερώνει κάθε ελευθερία, δημιουργικότητα και αυθορμητισμό.

Και όμως, οι αποφάσεις, τόσο σε εταιρικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο κρατικής πολιτικής, λαμβάνονται ως επί το πλείστον σε αυτό το πλαίσιο σκέψης. Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι τα περισσότερα στελέχη της οικονομίας και της διοίκησης έχουν στρεβλή ή ελλιπή εικόνα για την ΤΝ. Πιθανότατα αυτό δεν θα αποτελούσε πρόβλημα, αν οι αποφάσεις τους αφορούσαν την υιοθέτηση της μιας ή της άλλης τεχνολογίας. Βέβαια, και σε αυτή την περίπτωση η επιλογή που θα γινόταν θα είχε περισσότερο ή λιγότερο σοβαρές συνέπειες. Η συζήτηση όμως για την ΤΝ είναι ιδιαίτερα σημαντική, επειδή δεν αφορά μια τεχνολογική αλλαγή, αλλά τη μετάβαση σε μια νέα κοινωνική συνθήκη. Υπό αυτή την έννοια, δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια ανταλλαγή απόψεων μεταξύ ειδικών που ξέρουν για τι πράγμα μιλάνε. Αφορά το σύνολο της κοινωνίας και οφείλει να διεξαχθεί με τρόπο που θα επιτρέψει στους πολίτες να κατανοήσουν τη συντελούμενη μετάβαση και να συμμετάσχουν στη λήψη των σχετικών τεχνοεπιστημονικών αποφάσεων. Εξού και ο τίτλος: Η χρησιμότητα (ή, αν θέλετε, η αναγκαιότητα) μιας (φαινομενικά) άχρηστης συζήτησης.

Για να γίνει αυτή η συζήτηση θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα για δύο πράγματα: Α) Να παραμεριστούν οι παρανοήσεις και οι προκαταλήψεις που στέκονται εμπόδιο στην ορθή κατανόηση του τεχνοεπιστημονικού εγχειρήματος της ΤΝ. Β) Να τεθούν τα τεχνοκοινωνικά ζητήματα που αφορούν την ΤΝ σε όλη την ευρύτητά τους και με όσο το δυνατόν πιο συμπεριληπτικό τρόπο. Σε όσα ακολουθούν, θα επιχειρήσω απλώς να θέσω κάποια σημεία αυτής της συζήτησης, ελπίζοντας ότι συμβάλω στη διασφάλιση αυτών των δύο προϋποθέσεων.

Continue reading