Πολιτισμός

ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΔΕΚΑ χιλιάδες χρόνια περίπου, οι ανά τον κόσμο πληθυσμοί κυνηγών-τροφοσυλλεκτών άρχισαν να δημιουργούν οικισμούς και να εγκαθίστανται μόνιμα σε αυτούς, εγκαταλείποντας την περιπλάνηση. Στις αφηγήσεις που αναφέρονται σε αυτή την περίοδο συχνά κρύβεται ένα «επιτέλους»: Επιτέλους, οι άνθρωποι απέκτησαν μόνιμο ενδιαίτημα, απαλλάχτηκαν από το άγχος της διαρκούς αναζήτησης τροφής και καταφυγίου και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη πολιτισμού. Όπως φαίνεται από την ιστορία που ακολούθησε, το πεπρωμένο του ανθρώπινου είδους άρχισε να εκπληρώνεται με τη μετατροπή των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών σε αγρότες.

Henry Moore, Ideas for Metal Standing Figures, 1947–9.

Κάποιοι ανθρωπολόγοι διαφωνούν. Η εγκατάσταση των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών ήταν η αρχή όλων των δεινών της ανθρωπότητας, ισχυρίζονται. Πρώτον, η εξάρτηση από την αγροτική παραγωγή κάνει τους πληθυσμούς ευάλωτους σε λιμούς. Μια κακή σοδειά καταδικάζει την ομάδα σε παρατεταμένη έλλειψη τροφής και διαδοχικές κακές σοδειές σε εξόντωση. Δεύτερον, ο συγχρωτισμός πολλών ανθρώπων, μαζί με τα ζώα τους, σε μια περιορισμένη έκταση τους καθιστά ευάλωτους σε μεταδοτικές ασθένειες. Οι λοιμοί έχουν κι αυτοί την απαρχή τους στην εγκατάσταση των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών. Τρίτον, η περίφραξη και, συνακόλουθα, η υπεράσπιση του «ζωτικού χώρου» εγκαινιάζει μια νέα μορφή ανταγωνισμού μεταξύ διαφορετικών πληθυσμιακών ομάδων και, εντέλει, την ύψιστη τέχνη του πολέμου: Πόση ανθρώπινη εφευρετικότητα δαπανήθηκε στην τελειοποίηση αυτής της τέχνης! Ίσως, τελικά (και καθόλου ειρωνικά), αυτό εννοούν οι ιστορικοί όταν λένε ότι η εγκατάσταση των νομαδικών πληθυσμών έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη του πολιτισμού…

Τέλος, η δημιουργία των αγροτικών κοινωνιών παγιώνει τον έμφυλο καταμερισμό εργασίας. Ο λίγο πολύ ομοιογενής κόσμος των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών παραχωρεί τη θέση του σε μια συμπαγή κοινωνική οργάνωση που επιβάλλει τον περιορισμό του ενός φύλου στον νεότευκτο οίκο, ενώ καθιστά τον ανοικτό κόσμο προνομιακό πεδίο δράσης του άλλου. Περιττεύει, φυσικά, να πούμε ότι η διαχείριση της επισφάλειας του κοινού βίου –η διαχείριση των πόρων της κοινότητας, ο συντονισμός των πολεμικών επιχειρήσεων, η αναπαραγωγή του έμφυλου καταμερισμού εργασίας– θέτει τα θεμέλια της κοινωνικής ιεραρχίας από την οποία εξελίχτηκαν όλα τα κοινωνικά συστήματα.

Ο Hobbes, ασφαλώς, θα μας πει ότι η οργανωμένη συνύπαρξη των ανθρώπων (και η εθελοντική υποταγή τους στον ηγεμόνα) ήταν ο μόνος τρόπος να φύγουμε από το καθεστώς της αγριότητας, στο οποίο τα άτομα διέτρεχαν ανά πάσα στιγμή τον κίνδυνο να γίνουν βορά των δυνάμεων της φύσης ή των ορέξεων των ανταγωνιστών τους. Αντίθετα, οι ανθρωπολόγοι θα μας πουν ότι η εγκατάσταση των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών ήταν το μεγαλύτερο λάθος στην ιστορία του ανθρώπινου είδους, το οποίο, άπαξ και διαπράχθηκε από τους ανά τον κόσμο πληθυσμούς, απέκλεισε κάθε ενδεχόμενο επιστροφής στην προγενέστερη κατάστασή τους. Αν ισχύει αυτό, τότε ο ανθρώπινος πολιτισμός δεν είναι τίποτα άλλο παρά το σύνολο των τρόπων που επινοήσαμε για να υποστηρίξουμε αυτή την προβληματική επιλογή και, ταυτόχρονα, να θεραπεύουμε τις συνέπειές της.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 170, στις 13 Ιανουαρίου 2024.

Αναφορές
Mark Nathan Cohen (1991). Health and the Rise of Civilization. New Haven, CT: Yale University Press.
Richard Manning (2005). Against the Grain: How Agriculture Has Hijacked Civilization. Νέα Υόρκη: North Point Press.

Μικρογεύματα

ΕΓΡΑΦΑ στο προηγούμενο φύλλο πως ό,τι έχουμε μάθει για τη φύση και τον εαυτό μας στα νεότερα χρόνια προέρχεται από τη σχολαστική παρατήρηση, την υπομονετική ταξινόμηση και τη συστηματική γενίκευση των θραυσμάτων γνώσης που αποκομίζουμε από την επαφή μας με τον κόσμο. Η σοφία (ή αυτό που την αντικατέστησε στη νεοτερικότητα) είναι αποτέλεσμα της σύνθεσης των αποτελεσμάτων αυτής της συλλογικής προσπάθειας –της θεσμισμένης επιστήμης.

Τι ακριβώς κάνουμε, όμως, όταν συνθέτουμε τα αποτελέσματα της επιστημονικής εργασίας; Είπαμε ότι η νεότερη επιστήμη εκκινεί από την καταστατική αδυναμία του ανθρώπου να συλλάβει την πραγματικότητα ενορατικά. Έτσι αναγκάζεται να τη γνωρίσει τμηματικά, σε «μικρά γεύματα» (piecemeal). Ο στόχος της επιστήμης είναι να παραγάγει επιβεβαιωμένες αλήθειες για επιμέρους όψεις της φυσικής ή κοινωνικής πραγματικότητας και στη συνέχεια να συνθέσει αυτές της αλήθειες για να συλλάβει την πραγματικότητα ως όλον. Σαν να τρώμε, δηλαδή, τα συστατικά ενός φαγητού ξεχωριστά και μετά να αναθέτουμε στο μυαλό μας να συνθέσει τη γεύση του φαγητού από την εμπειρία των επιμέρους γεύσεων. Και μάλιστα, για να είμαστε σύμφωνοι με τη διάκριση ανάμεσα σε εργάτες/τριες της γνώσης και ειδικούς, σαν να αναθέτουμε τη σύνθεση της καθολικής εμπειρίας σε ένα μυαλό που κατοικεί σε άλλο σώμα ή βρίσκεται σε άλλη διάσταση από εκείνη στην οποία εκδηλώνονται οι εμπειρίες των επιμέρους γεύσεων.

Προφανώς, το σχήμα αυτό δεν δουλεύει στη γαστρονομία. Μάλιστα, η λεγόμενη μοριακή γαστρονομία κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση (ενδιαφέρον: με τη βοήθεια της επιστήμης). Στοχεύει, δηλαδή, να προσφέρει αμιγείς γεύσεις, απαλλαγμένες από το «φορτίο» της ύλης – την απόλυτη γευστική εμπειρία σε μορφή αέρα. Στην επιστήμη, αντίθετα, κάτι τέτοιο δεν είναι αποδεκτό. Η a priori σύλληψη του όντος ως όλου, είτε πρόκειται για το κύτταρο και τον κρύσταλλο είτε για το δάσος και την πόλη, θεωρείται ότι εισάγει στον επιστημονικό λόγο μη αποδεκτές κατηγορίες. Έννοιες όπως η ζωή, η εμπειρία ή η επικοινωνία δεν μπορούν να εξηγήσουν – πρέπει να εξηγηθούν οι ίδιες αναγόμενες σε αυτόνομες μικροσκοπικές εκφράσεις της άψυχης και παθητικής ύλης. Αυτό σημαίνει ότι η «πραγματική πραγματικότητα» υφίσταται σε μια και μοναδική διάσταση, στην κοπιώδη ανάβαση από το μικροσκοπικό στο μακροσκοπικό. Η ζωή πρέπει να αναχθεί σε χημικές αντιδράσεις στο εσωτερικό του κυττάρου και η εμπειρία σε νευρικές διεργασίες στο εσωτερικό του εγκεφάλου. Με αυτό τον τρόπο η επιστήμη απαλλάσσεται, ασφαλώς, από τις χίμαιρες και τις φαντασιοκοπίες της Μεταφυσικής και του Ρομαντισμού, πληρώνοντας όμως ένα σοβαρό αντίτιμο: μετατρέποντας αυτό που είναι άμεσα δεδομένο στις αισθήσεις σε μυστήριο. Πώς παράγεται η ζωή από την άψυχη ύλη; Πώς παράγεται η συνείδηση από τις νευρικές διεργασίες; Οι επιστήμονες που έρχονται αναγκαστικά αντιμέτωποι με αυτά τα ερωτήματα το γνωρίζουν: η επιστήμη δεν ήρθε να λύσει τα μυστήρια του κόσμου, αλλά να μετατρέψει τον κόσμο σε μυστήριο

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 142, στις 22 Οκτωβρίου 2022.

Image credit: Francisco Goya, El sueño de la razón produce monstruos, 1799.

Μαλάκια

Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ άρχισε από ένα δημοσίευμα της Καθημερινής, ο συγγραφέας του οποίου δήλωνε ότι αποφάσισε να μην τρώει χταπόδια, επειδή πρόκειται για μια αξιοθαύμαστη μορφή ζωής. Μολονότι έχουν υπάρξει πολλά τέτοια δημοσιεύματα σε αγγλόφωνα περιοδικά, όπως έχουν υπάρξει και πολλές επιστημονικές μελέτες σχετικά με τη νευροφυσιολογία και τη συμπεριφορά του χταποδιού, το συγκεκριμένο δημοσίευμα φαίνεται ότι προκάλεσε έκπληξη σε πολλούς αναγνώστες. Κάποιοι αποκρίθηκαν ευθαρσώς ότι το τι τρώει ο καθένας κι η καθεμιά είναι ζήτημα γούστου. Κάποιοι άλλοι ότι συμφωνούν, χωρίς όμως να διευκρινίσουν πού σταματούν τα όρια της ευαισθησίας τους: Ο αστακός και τα ταπεινά σαλιγκάρια που πέφτουν ζωντανά στο βραστό νερό τρώγονται ευκολότερα επειδή έχουν υποτυπώδες νευρικό σύστημα; Κάποιοι άλλοι, τέλος, διακρίνουν ένα υποβόσκοντα ειδισμό (speciesism) στον λόγο του συγγραφέα, αλλά τον ευχαριστούν για την ευαισθητοποίηση. Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση εξαντλήθηκε σε ανούσια δημοσιογραφικά σχόλια και εξυπνακίστικα ευφυολογήματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Και όμως, η συζήτηση παρουσιάζει ορισμένες εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πλευρές. Ας προσπαθήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε τον βασικό ισχυρισμό. Δεν τρώμε χταπόδια επειδή μας μοιάζουν; Ε, λοιπόν, όχι, δεν μας μοιάζουν ούτε στο ελάχιστο. Η ευφυΐα δεν είναι μια συνεχής κλίμακα που ξεκινάει από την αμοιβάδα και φτάνει μέχρι τον άνθρωπο. Περισσότερη ευφυΐα ο ελέφαντας, λιγότερη το φίδι και ακόμα λιγότερη ο αχινός. Αυτή είναι η κλίμακα μέτρησης της ανθρώπινης ευφυΐας. Υπάρχουν όμως κι άλλες μορφές, μη ανθρώπινης ευφυΐας. Αν η ευφυΐα είναι η ικανότητα ενός όντος να συγκεντρώνει και να επεξεργάζεται πληροφορίες προκειμένου να παραγάγει σώματα γνώσης που θα του επιτρέψουν να προσαρμοστεί αποτελεσματικά στο περιβάλλον του, τότε είναι εύλογο να σκεφτούμε: πρώτον, ότι υπάρχουν πολλών ειδών ευφυΐες (που εξαρτώνται από τα όντα και τα περιβάλλοντά τους)· δεύτερον, ότι αυτές οι ευφυΐες δεν μπορούν να μπουν σε μια κοινή ποσοτική κλίμακα· και, τρίτον, ότι η θέση της ανθρώπινης ευφυΐας σε αυτό το διανοητικό multiverse είναι απροσδιόριστη και σίγουρα όχι στην κορυφή, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει κορυφή.

Αν σήμερα η εγγύτητα στην υποτιθέμενη κορυφή της κλίμακας ευφυΐας αποτελεί λόγο για την αποφυγή κατανάλωσης ενός ζωικού είδους, στα χρόνια του δουλεμπορίου και της αποικιοκρατίας η απόσταση από αυτή την κορυφή αποτελούσε ηθικό άλλοθι για την απροσχημάτιστη εκμετάλλευση και την κακομεταχείριση άλλων ανθρώπων. Δεν πάνε περισσότερα από εβδομήντα χρόνια, εξάλλου, που έκλεισαν οι ζωολογικοί κήποι με ανθρώπινα εκθέματα στο Βέλγιο, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Άρα, το να διατυπώνουμε κρίσεις βάσει μιας απόλυτης ανθρωποκεντρικής κλίμακας ευφυΐας είναι ούτως ή άλλως προσχηματικό και δεν εγγυάται την ηθική ακεραιότητα των αποφάσεών μας. Χρειαζόμαστε μια ηθική που θα περιλαμβάνει το χταπόδι όχι επειδή μοιάζει στον άνθρωπο, αλλά ανεξάρτητα από αυτό. Επειδή ανήκει σε έναν κόσμο που μας είναι ξένος, αλλά τον σεβόμαστε – έναν κόσμο που, μολονότι αδυνατούμε να τον καταλάβουμε, αρνούμαστε να τον κανιβαλίσουμε.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 137, στις 9 Ιουλίου 2022.

Αναφορές
Thomas Nagel (1974). What Is It Like to Be a Bat? The Philosophical Review, 83(4), 435-450.