et consumimur igni

ΔΙΑΣΧΙΖΟΥΜΕ μιαν εποχή όπως περνάμε την άκρη της Dogana, δηλαδή μάλλον γρήγορα.

Στην αρχή δεν την κοιτάμε καν, ενώ πλησιάζει. Κι ύστερα την ανακαλύπτουμε φτάνοντας στο ύψος της, και πρέπει να παραδεχτούμε ότι φτιάχτηκε έτσι, κι όχι αλλιώς. Προσπερνάμε όμως κιόλας τον κάβο, και την αφήνουμε πίσω, και ξανοιγόμαστε σε άγνωστα νερά.

[…] Μέσα σε είκοσι χρόνια, δεν προλαβαίνει κανείς να ζήσει πραγματικά παρά σε ελάχιστα σπίτια. Ήσαν όλα φτωχά, το υπογραμμίζω, μα σε καλή θέση. Ό,τι άξιζε ήταν καλοδεχούμενο και για τα υπόλοιπα η πόρτα κλειστή. Η ελευθερία δεν είχε τότε πολλά άλλα μέρη να μείνει.

[…] Η αίσθηση της ροής του χρόνου υπήρξε πάντα πολύ έντονη μέσα μου, και με τραβούσε, όπως άλλους τους τραβάει το κενό ή το νερό. Μ’ αυτή την έννοια, αγάπησα την εποχή μου, που είδε να χάνεται κάθε υφιστάμενη ασφάλεια και να καταρρέουν όλα όσα είχαν επιβληθεί κοινωνικά.

Διασχίζουμε τώρα το τοπίο αυτό, το ρημαγμένο από τον πόλεμο που μια κοινωνία έχει εξαπολύσει εναντίον του εαυτού της, εναντίον των ίδιων της των δυνατοτήτων. Το ασχήμισμα των πάντων ήταν πιθανόν το αναπόφευκτο τίμημα της σύγκρουσης. Μόνο επειδή ο εχθρός έφτασε να κάνει τόσα λάθη, αρχίσαμε εμείς να κερδίζουμε.

Η πιο αληθινή αιτία του πολέμου, για τον οποίο τόσες απατηλές ερμηνείες έχουν δοθεί, είναι πως έπρεπε αναγκαστικά να προκύψει σαν μια σύγκρουση πάνω στο θέμα της αλλαγής. Δεν του έμενε πλέον κανένα από τα χαρακτηριστικά μιας σύγκρουσης μεταξύ συντήρησης και αλλαγής. Κι ήμασταν εμείς, περισσότερο από τον καθένα, οι άνθρωποι της αλλαγής, σε καιρούς που άλλαζαν. Οι ιδιοκτήτες της κοινωνίας ήσαν αναγκασμένοι, για να κρατηθούν, να θέλουν μια αλλαγή που ήταν η αντίθετη από τη δική μας. Θέλαμε να ξαναχτίσουμε τα πάντα, κι αυτοί επίσης, αλλά σε κατευθύνσεις εκ διαμέτρου αντίθετες. Αυτό που φτιάξανε αρκεί για να δείξει, στο αρνητικό, το δικό μας σχέδιο. Τα τεράστια έργα τους τούς έφεραν λοιπόν εδώ, σε αυτή τη διαφθορά. Το μίσος της διαλεκτικής οδήγησε τα βήματά τους ίσαμε αυτήν εδώ τη χαβούζα.

Έπρεπε να εξαφανίσουμε –και είχαμε γι’ αυτό ικανά όπλα– κάθε ψευδαίσθηση διαλόγου ανάμεσα σε αυτές τις ανταγωνιστικές προοπτικές. Κι έπειτα τα γεγονότα θα έδιναν την ετυμηγορία τους. Και την έδωσαν.

Έχει γίνει ακυβέρνητη αυτή η «χαλασμένη γη» όπου νέες οδύνες κρύβονται πίσω από το όνομα παλαιών απολαύσεων, κι όπου οι άνθρωποι φοβούνται τόσο πολύ. Γυρίζουν γύρω-γύρω μέσα στη νύχτα και κατατρώγονται από τη φωτιά. Ξυπνούν σαστισμένοι και ψάχνουν τη ζωή ψηλαφώντας. Κυκλοφορεί η φήμη πως, αυτοί που την απαλλοτρίωσαν, την έχουν, σαν επιστέγασμα, χάσει.

Να λοιπόν ένας πολιτισμός που φλέγεται, καταποντίζεται και χάνεται ολόκληρος. Όμορφος τορπιλισμός αλήθεια!

Guy Debord (1978), In Girum Imus Nocte et Consumimur Igni, μτφρ. Ανδρέας Βαρίκας.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 116, στις 11 Σεπτεμβρίου 2021.

Image Credit: Cerith Wyn Evans, In Girum Imus Nocte et Consumimur Igni, 2006.

Αρχαιότερη από τη Βαβέλ

ΣΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ σημείωμα έγραφα για τη διεπαφή ως τεχνολογικό τόπο όπου επιτελείται η επικοινωνία, όχι μεταξύ ενός εσωτερικού και ενός εξωτερικού, αλλά μεταξύ δύο λειτουργιών – μιας μηχανής και ενός χρήστη. Ωστόσο, η διεπαφή δεν είναι μόνο τεχνολογικός τόπος. Μπορεί να είναι και πολιτισμικός τόπος, όπου επιτελείται η επικοινωνία μεταξύ διαφορετικών διανοητικών πλαισίων. Η μετάφραση, ή ακριβέστερα η μεταφραστική εργασία είναι μια τέτοια και ίσως η σημαντικότερη πολιτισμική διεπαφή. Και όπως κάθε καλή διεπαφή, οφείλει να παραμένει αφανής.

Το 2008 κυκλοφόρησε η αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου του Lawrence Venuti, The translators invisibility, το οποίο παρακολουθεί τις διαφορετικές μορφές μεταφραστικής εργασίας στη διάρκεια της Ιστορίας. Η «καλή» μεταφράστρια είναι η αόρατη μεταφράστρια: ο άνθρωπος που παύει να υπάρχει τη στιγμή ακριβώς που ολοκληρώνει την εργασία του και αφήνει τον αναγνώστη να έρθει σε «απευθείας» επαφή με το έργο της συγγραφέως. Μόνο που αυτός ο άνθρωπος δεν υπάρχει και δεν υπήρξε ποτέ στην Ιστορία. Η μεταφραστική εργασία, όπως κάθε εργασία, μετασχηματίζει το αντικείμενό της. Υπό αυτή την έννοια, η μετάφραση είναι μια δημιουργική εργασία η οποία παράγει ένα νέο προϊόν. Επίσης, η πρώτη ύλη αυτής της εργασίας δεν είναι μόνο το έργο, η εκφρασμένη με μοναδικό τρόπο σκέψη της συγγραφέως, αλλά και ολόκληρο το διανοητικό πλαίσιο στο οποίο συγκροτείται αυτή η σκέψη, καθώς και το διανοητικό πλαίσιο που την υποδέχεται. Συνεπώς, η μετάφραση αποτελεί τη διεπαφή μέσω της οποίας ένα διανοητικό πλαίσιο αλληλεπιδρά με ένα άλλο, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η πρόσληψη του συγκεκριμένου έργου. Και, όπως κάθε διεπαφή, αποκρυσταλλώνει συγκεκριμένες αισθητικές, αξιακές, εννοιολογικές και γλωσσικές συμβάσεις. Γι’ αυτό και στη διάρκεια της Ιστορίας, η μετάφραση πήρε πολύ διαφορετικές μορφές.

Ακόμα, λοιπόν, κι αν ο αναγνώστης επιλέγει να ζήσει με την ψευδαίσθηση ότι η μετάφραση τού εξασφαλίζει απευθείας πρόσβαση στη σκέψη της συγγραφέως, αυτό δεν συμβαίνει σε καμία περίπτωση. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι του εξασφαλίζει πρόσβαση στην ίδια τη μεταφραστική εργασία, η οποία εμπλουτίζει το εννοιολογικό και γλωσσικό του σύμπαν με νέες έννοιες, νέα μέσα και, ως εκ τούτου, νέες εκφραστικές και δημιουργικές δυνατότητες. Υπό αυτή την έννοια, η μετάφραση δεν περιορίζεται στη μεταφορά ενός έργου στο πλαίσιο υποδοχής, αλλά συμβάλλει στον μετασχηματισμό αυτού του πλαισίου. Το ίδιο συμβαίνει και προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το μετάφρασμα επιστρέφει στο αρχικό έργο διευρύνοντας το εννοιολογικό του σύμπαν με τις ερμηνείες και τις ανανοηματοδοτήσεις που δέχτηκε κατά τη διέλευσή του από τη διεπαφή της μετάφρασης. Μετά την μετάφρασή του ούτε το αρχικό έργο ούτε η σκέψη που το γέννησε είναι πλέον ίδια.

Η μετάφραση είναι αρχαιότερη από τη Βαβέλ, επειδή βλέπει τη διαφορετικότητα, όχι ως τιμωρία, αλλά ως προϋπόθεση για τη δημιουργία των νοημάτων που συνέχουν έναν κοινό ανθρώπινο κόσμο.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 112, στις 18 Ιουνίου 2021.

IMAGE CREDIT: Pieter Bruegel ο πρεσβυτερος, Ο Πυργος της Βαβελ,1563.

Το κουμπί

ΠΟΤΕ οι άνθρωποι έμαθαν να πατάνε κουμπιά; Τι ερώτηση είναι αυτή, θα μου πείτε. Χρειάζεται να μάθουμε να πατάμε κουμπιά; Τα κουμπιά είναι για να πατιούνται! Η αλήθεια, όμως, είναι ότι δεν ξέραμε ανέκαθεν να πατάμε κουμπιά, όπως δεν ξέραμε να γυρνάμε σελίδες. Και τα δύο είναι τεχνολογίες που επινοήθηκαν σε συγκεκριμένα τεχνολογικά και πολιτισμικά πλαίσια και φυσικοποιήθηκαν μέσα από τη χρήση. Πότε, λοιπόν; Τα πληκτροφόρα μουσικά όργανα –το πιάνο και οι πρόγονοί του– είναι αρκετά παλιά. Πολύ μεταγενέστερα αλλά πάντως αρκετά παλιά κι αυτά είναι ο τηλέγραφος και η γραφομηχανή (με αυτή τη σειρά). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, όμως, μιλάμε περισσότερο για πλήκτρα (keys) παρά για κουμπιά (buttons). Η διαφορά είναι ότι το πάτημα ενός πλήκτρου στέλνει ένα σήμα (έναν ήχο, ένα γράμμα, ένα κωδικοποιημένο ηλεκτρικό ρεύμα), ενώ το πάτημα ενός κουμπιού ενεργοποιεί μια λειτουργία, βάζει μπροστά μια πραγματική ή συμβολική μηχανή προκειμένου να επιτευχθεί ένα προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα. Όσο κι αν ακούγεται περίεργο, το κουμπί, από τη στιγμή που μάθαμε να το πατάμε, έγινε κεντρική πολιτισμική αναφορά. Στοιχειώνει τη φαντασία του Stanley Kubrick (Dr. Strangelove) και του Milo Manara (Le Déclic) ­υπογραμμίζοντας την παράνοια του Ψυχρού Πολέμου με την ίδια ευκολία που υποθάλπει την αρσενική φαντασίωση του σεξουαλικού ελέγχου.

Η ηλεκτρική τεχνολογία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καθιέρωση της χρήσης του κουμπιού. Το κουμπί σηματοδοτεί τη μετάβαση από τις ηλεκτρικές διατάξεις ως τεχνουργήματα που απαιτούσαν ειδικές γνώσεις για τον χειρισμό τους στις ηλεκτρικές διατάξεις ως καταναλωτικά προϊόντα που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από το γενικό κοινό. Υπό αυτή την έννοια, το κουμπί είναι ένα interface, μια διεπαφή που μεσολαβεί ανάμεσα σε μια μυστικοποιημένη (blackboxed) μηχανική διάταξη και την επιθυμία ενός ανθρώπου. Ο άνθρωπος δεν χρειάζεται να γνωρίζει πώς να χειριστεί τη μηχανική διάταξη, δεν χρειάζεται καν να μπορεί να δει το εσωτερικό της. Αρκεί να ξέρει πως είναι κατάλληλη για την πραγματοποίηση της επιθυμίας του και … να πατήσει το κουμπί. Οι διαφημίσεις των αρχών του 20ού αιώνα θυμίζουν έντονα την πολύ διαδεδομένη στις μέρες μας ρητορική περί του Internet of Things και των έξυπνων πόλεων. Οι ανάγκες των χρηστών θεωρούνται γνωστές, οι τεχνολογικές δυνατότητες δεδομένες, το μόνο που χρειάζεται είναι να σχεδιαστούν αυτοματισμοί που μέσω του κατάλληλου interface θα μπορούν να αλληλεπιδράσουν αποτελεσματικά με τους χρήστες. Από αυτή την άποψη, η σύλληψη της διεπαφής παίζει καθοριστικό ρόλο στον σχεδιασμό και τη λειτουργικότητα των τεχνολογικών διατάξεων. Συνεπώς, δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι το κουμπί έδωσε μορφή στην τεχνολογία του 20ού αιώνα. Ταυτόχρονα, όμως, έδωσε μορφή και στον χρήστη της τεχνολογίας: Δεν είμαστε εμείς που επινοήσαμε τα κουμπιά, αλλά αυτά που μας εκπαίδευσαν στη χρήση τους.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 110, στις 22 Μαΐου 2021.