Κάτι ακόμα

ΕΓΡΑΦΑ στο προηγούμενο σημείωμα ότι για να αντιληφθούμε κάτι ως αντικείμενο πρέπει να είμαστε εντελώς αποξενωμένοι από αυτό, να μην υπάρχει περιθώριο ταύτισης μέσω της ενσυναίσθησης. Αυτό σημαίνει ότι όταν δείχνω σεβασμό σε άλλες μορφές ζωής, κατανοώ ότι μοιράζομαι μαζί τους κάποια χαρακτηριστικά που συνδέονται με το φαινόμενο της ζωής εν γένει, αλλά και με την ειδική μορφή που αυτές έχουν. Ποια είναι αυτά τα χαρακτηριστικά; Και τι σημαίνει ότι «κατανοώ» πως τα μοιράζομαι με άλλες οντότητες; Κανένα από τα δύο δεν είναι τετριμμένο ερώτημα.

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά που μοιράζομαι με ένα ζώο; Όχι βέβαια ότι περπατάει με τέσσερα πόδια ή ότι πετάει. Δεν είναι ο τρόπος που λειτουργούν τα αισθητήρια όργανά του ή η αντίληψη που έχει για το φυσικό περιβάλλον. Και δεν είναι, ασφαλώς, οι συναισθηματικές του αποκρίσεις. «Αφέντης και σκύλος δεν έζησαν ποτέ στον ίδιο κόσμο», έγραφε ο Αντόλφο Μπιόι Κασάρες. Τότε τι; Ίσως η κοινότητα να πρέπει να αναζητηθεί σε πιο θεμελιώδη χαρακτηριστικά της ζωής. Στο ότι έχω ένα σώμα, που σημαίνει ότι έχω έναν τρόπο να αισθάνομαι το άλλο, να το οικειοποιούμαι ή να το απορρίπτω. Στο γεγονός ότι είμαι σε θέση να κινούμαι και να βιώνω τη μεταβολή της κατάστασής μου που προκαλείται από τη μετατόπισή μου. Στο ότι υπάρχουν θέσεις στις οποίες θέλω να βρεθώ, εμπειρίες που επιδιώκω να επαναλάβω και άλλες που προσπαθώ να αποφύγω. Στο ότι θυμάμαι. Στο ότι πονάω!

Πώς γνωρίζω ότι μοιράζομαι αυτά τα χαρακτηριστικά με άλλες μορφές ζωής; Τι είναι αυτό μέσα μου που διαθέτει τη συγκεκριμένη γνώση; Το μυαλό μου, υπό την έννοια της έλλογης σκέψης, θα μπορούσε να τα συλλάβει όλα αυτά. Όταν, όμως, εγώ αδυνατώ να σκοτώσω ένα ζώο, ενώ ένας άλλος (ο επαγγελματίας σφαγέας, ας πούμε) δεν έχει τον παραμικρό δισταγμό, δεν είναι επειδή εγώ μπορώ να σκεφτώ αυτά τα πράγματα ενώ ο άλλος όχι. Είναι επειδή η συνολική προδιάθεση του ενός ευνοεί την ενσυναίσθηση, ενώ του άλλου όχι. Και αυτή η προδιάθεση δεν έχει να κάνει με τη λογική σκέψη, αλλά με το βίωμα της σωματικότητας. Έχει να κάνει με μια επίγνωση που συγκροτείται και βιώνεται απευθείας από το σώμα μου ή, ορθότερα, από εμένα ως ενσώματο υποκείμενο. Είναι η επίγνωση ότι συμμετέχω στη ζωή με τον ίδιο τρόπο που το κάνει και μια άλλη, διαφορετική από μένα ύπαρξη.

Θα μπορούσαμε άραγε να φανταστούμε μια γενικότερη γνωσιακή συνθήκη στην οποία η ανθρώπινη εμπειρία θα αψηφούσε τη διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου και θα συγκροτούνταν από μια διευρυμένη αίσθηση συμμετοχής στο γίγνεσθαι του κόσμου; Από την ενσώματη κατανόηση όχι μόνο των φαινομένων της ζωής, αλλά της ολότητας των φαινομένων και την αποδοχή των δεσμεύσεων και των ελευθεριών που αυτή συνεπάγεται;

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 68, στις 13 Ιουλίου 2019.

IMAGE CREDIT: JOE MEISER, DONnA HARAWAY PROJECT.

Αντικείμενα

ΤΙ ΘΑ ΔΕΙ ένας εκ γενετής τυφλός τη στιγμή που θα αποκτήσει για πρώτη φορά την αίσθηση της όρασης; Η απάντηση δεν είναι τόσο αυτονόητη όσο θα περίμενε κανείς: τον κόσμο, τα πράγματα, τους ανθρώπους! Και το ίδιο το ερώτημα είναι πολύ πιο παλιό απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς. Πρωτοδιατυπώθηκε, με τη μορφή νοητικού πειράματος, από τον William Molyneux και συζητήθηκε από τον John Locke ήδη από τον 17ο αιώνα. Και συνεχίζει, βέβαια, να απασχολεί τις βιοεπιστήμες, την ψυχολογία και τη φιλοσοφία μέχρι τις μέρες μας. Με τη διαφορά ότι τώρα το νοητικό πείραμα έχει γίνει, πλέον, πραγματικό πείραμα, κυρίως χάρη στις επιτυχημένες επεμβάσεις αφαίρεσης του συγγενούς καταρράκτη.

Ένα άτομο που θα αποκτήσει για πρώτη φορά όραση πιθανότατα θα κατακλυστεί από χρώματα, από μια πλημμύρα εντυπώσεων που θα παραλύσουν όλες τις αισθήσεις του. Ο κόσμος πονάει! Δεν θα είναι σε θέση να αναγνωρίζει αντικείμενα, αποστάσεις, όρια. Ο κόσμος είναι ενιαίος! Δεν θα μπορεί να διακρίνει την κίνηση από την ποιοτική μεταβολή των αντικειμένων στον βαθμό που και οι δύο εκδηλώνονται ως χρωματικές ροές. Ο κόσμος είναι ρευστός! Το πρώην τυφλό άτομο πρέπει να μάθει να βλέπει. Όπως όλοι μας, εξάλλου, από τη στιγμή που γεννιόμαστε. Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, η όραση δεν αρκεί για να μας πληροφορήσει για το πώς έχει ο κόσμος.

Πολλοί σύγχρονοι φιλόσοφοι, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας κι η καθεμιά, θα ισχυριστούν ότι η όραση προϋποθέτει τη γλώσσα. Η γλώσσα δεν ταξινομεί απλώς αυτό που αντιλαμβάνεται η όραση. Κάνει πολύ περισσότερα: Δίνει τη δυνατότητα στην όραση να λειτουργήσει χαράσσοντας όρια ανάμεσα στα αντικείμενα και οργανώνοντας τον κόσμο βάσει των σχέσεων ομοιότητας. Κι αυτό δεν αφορά μόνο τον κόσμο εκτός, αλλά και την ασίγαστη βουή των δεδομένων που κατακλύζουν την ανθρώπινη μνήμη σαν ένας αδιαφοροποίητος ωκεανός πληροφορίας.

Αυτό σημαίνει ότι το βλέμμα γνωρίζει πριν δει; Ασφαλώς όχι. Σημαίνει όμως ότι το να βλέπουμε είναι μια διαδικασία μέσω της οποίας οικειοποιούμαστε ενεργητικά τον κόσμο – είναι μια πράξη. Τα αντικείμενα είναι «εγχειρήματα οριοθέτησης», έγραφε η Donna Haraway. Δεν προϋπάρχουν της οπτικής (και της αισθητηριακής, εν γένει) οικειοποίησής τους. Εμφανίζονται στα σημεία που διασταυρώνονται δύο ροές δεδομένων. Η μία ροή αφορά την ασύγχρονη μεταβλητότητα του κόσμου· η άλλη τη βιολογικά και κοινωνικά συγχρονισμένη μεταβλητότητα του ανθρώπινου υποκειμένου, που αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως εξωτερικότητα. Τα αντικείμενα που αναδύονται σε αυτές τις διασταυρώσεις συγκροτούν τον κόσμο για το συγκεκριμένο υποκείμενο, τον ανθρώπινο κόσμο δηλαδή. Μόνο που «οι άνθρωποι» δεν αποτελούν μια ενιαία κατηγορία. Υπάρχουν φυλές, φύλα, τάξεις και κάθε είδους κοινωνικές και πολιτισμικές διακρίσεις. Βλέπουν άραγε όλοι οι άνθρωποι τα ίδια αντικείμενα και με τον ίδιο τρόπο; Κατοικούμε όλοι στον ίδιο κόσμο;

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 62, στις 20 Απριλίου 2019.

IMAGE CREDIT: Robert Geirhos, University of Tübingen

Gender and the digital

BRIEF COMMUNICATION presented at the international workshop Women in the History of Science, Philosophy and Literature that took place in Syros, Greece, 12-14 July 2018.


The underlying question of this workshop is what do we learn if we adopt a gender-sensitive perspective, that we do not learn from the mainstream narratives in history of science, philosophy and literature? Stories of women who thrived in philosophy can surely be found in the mainstream history of philosophy – often combined with the politically-correct lament for the inferior status they enjoyed; but it is indeed difficult to find a history of philosophy that takes seriously into account the gendered ways of philosophizing. After all, philosophy is philosophy and science is science. Truth about the world and about being in the world does not depend on gender, class, race etc. It is a hard-core result that can be reached through various ways, but is always the same.

Of course, all of us who participate in this meeting know very well that this is an obsolete approach and that historiography has moved far beyond this point. However, we should not fool ourselves: Stories in the press, stories taught at schools, reproduced in the public sphere and even the commonsensical perception of history of science and philosophy have it this way. They defend women’s position and even assert their right to enjoy equal treatment by historians, but they are unable to escape the limits of the established perspective. If we take some distance from our disciplinary borders, we’ll soon come to realize that we are just an islet in an ocean of trivial feminism.

Continue reading