Απώλειες

ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ πόσο διαφορετική θα ήταν η μορφή της σημερινής κοινωνίας μας αν η Ανατολή είχε αναπτύξει τον δικό της πρωτότυπο ξεχωριστό επιστημονικό πολιτισμό. Αν υποθέσουμε για παράδειγμα πως είχαμε τη δική μας ιδιαίτερη φυσική και χημεία, η τεχνολογία και η τέχνη της βιομηχανίας  βασισμένες επάνω τους θα είχαν φυσικά τη δική τους μορφή εξέλιξης· και δεν θα ήταν έτσι οι μηχανικές επινοήσεις για τις μυριάδες καθημερινές ανάγκες, τα φάρμακα και τα προϊόντα της βιομηχανίας, δεν θα ήταν κάθε πράγμα που θα γεννιόταν μ’ αυτόν τον τρόπο πιο ταιριαστό με τη φύση του λαού μας;

Τολμώ να πω πως ακόμα και οι βασικές αρχές της φυσικής και της χημείας θα ήταν διαφορετικές απ’ αυτές των Δυτικών, και πως ως προς την ουσία και τη λειτουργία πραγμάτων όπως το φως, ο ηλεκτρισμός ή το άτομο, αυτά που θα μαθαίναμε εμείς, μπορώ να διανοηθώ πως ίσως εμφανίζονταν με διαφορετική μορφή.

Δεν είμαστε τάχα εμείς που έχουμε τελικά υποστεί τις βαρύτερες απώλειες; Η Δύση έφτασε εκεί που είναι σήμερα ακολουθώντας κανονικά το δρόμο της, ενώ εμείς, έχοντας ν’ αντιμετωπίσουμε έναν πιο προηγμένο πολιτισμό, δεν μπορέσαμε παρά να τον υιοθετήσουμε, βγαίνοντας απ’ το δρόμο που ακολουθήσαμε στο παρελθόν για χιλιάδες χρόνια και έχοντας να βαδίσουμε σε μια διαφορετική κατεύθυνση. Βέβαια εάν μας είχαν αφήσει στην ησυχία μας ίσως να μην είχαμε κάνει καμιά σπουδαία υλική πρόοδο τα τελευταία πεντακόσια χρόνια. Θα είχαμε όμως παρ’ όλα αυτά τραβήξει έναν δρόμο που θα ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία μας. Σαν αποτέλεσμα, έστω και με αργό ρυθμό, με βήμα σημειωτόν, τίποτα δεν μας λέει πως κάποια μέρα δεν θα ανακαλύπταμε κι εμείς το δικό μας υποκατάστατο για το σημερινό τρένο, το αεροπλάνο ή το ραδιόφωνο· δεν θα ήταν δανεισμένο από τρίτους, αλλά ένα πραγματικά δικό μας πολιτισμικό επινόημα που θα ταίριαζε στις ανάγκες μας.

Για ν’ αποκτήσουμε την εύνοια των μηχανών παραμορφώσαμε τις ίδιες μας τις τέχνες. Οι μηχανές αυτές επινοήθηκαν απ’ τους Δυτικούς εξαρχής και αναμφίβολα ταιριάζουν καλά με τις τέχνες τους. Ακριβώς, όμως γι’ αυτό πιστεύω ότι εμείς έχουμε υποστεί τόσο πολλές απώλειες. Γιατί ακόμα κι αυτό το ίδιο το λευκό χρώμα είναι διαφορετικό στο άσπρο ενός δυτικού χαρτιού και σ’ αυτό ενός δικού μας. Το δυτικό χαρτί μοιάζει να αποδιώχνει το φως, ενώ το χοσό και το κινέζικο χαρτί το ρουφάει μέσα του, μεστά, όπως η απαλή επιφάνεια του πρώτου χιονιού· μαλακό στο άγγιγμα του χεριού, αθόρυβο όταν τσαλακώνει ή στο δίπλωμα· ευγενικό, όπως το γαλήνιο άγγισμα του φύλλου ενός δέντρου. Γιατί το δικό μας πνεύμα δεν βρίσκει τη γαλήνη σε τίποτα γυαλιστερό…

J. Tanizaki (1933), Το εγκώμιο της σκιάς, μτφρ. Π. Ευαγγελίδης, Άγρα.
Ελεύθερη μεταφορά αποσπασμάτων από τις σελίδες 38-46.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 79, στις 18 Ιανουαρίου 2020.

Image Credit: Ghitta Laskrouif

Μαγεία

Ζούμε σε έναν κόσμο όπου οι μηχανές είναι περισσότερες από τους ανθρώπους. Αφιερώνουμε μεγάλο μέρος του χρόνου μας στη κατασκευή μηχανών. Διεκπεραιώνουμε το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων μας μέσω της χρήσης μηχανών. Ωστόσο, ποτέ δεν σκεφτόμαστε τις μηχανές ως μορφές με τις οποίες μοιραζόμαστε τη ζωή. Και σωστά. Οι μηχανές είναι άψυχες, αλλιώς δεν θα μπορούσαν να είναι μηχανές.

Μηχανή είναι μια διάταξη υλικών μερών, η οποία όταν τροφοδοτηθεί με την κατάλληλη δύναμη θα επιτελέσει το έργο για το οποίο έχει φτιαχτεί. Ο ορισμός δεν είναι δικός μου, αλλά του John Locke, ο οποίος προσπαθεί να καταλάβει σε τι διαφέρει μια μηχανή από έναν άνθρωπο. Η απάντησή του είναι ότι στον άνθρωπο, η διάταξη των υλικών μερών και η δύναμη που τον εμψυχώνει έχουν την ίδια εσωτερική πηγή, ενώ σε μια μηχανή αυτά τα δύο είναι διαχωρισμένα. Η μηχανή μπορεί να είναι άρτια κατασκευασμένη και πλήρως λειτουργική, αλλά να παραμένει αδρανής επειδή δεν υπάρχει κάποιος να της προσφέρει έξωθεν τη δύναμη που θα τη θέσει σε λειτουργία.

Οι μηχανές είναι το εμβληματικότερο επίτευγμα της δυτικής νεωτερικότητας. Η δημιουργία τους στηρίζεται σε μια βασική οντολογική παραδοχή. Ο άνθρωπος (και ενδεχομένως κάποια ανώτερα θηλαστικά) είναι τα μόνα όντα που διαθέτουν την ικανότητα της εμπρόθετης δράσης (agency). Η ύλη, σε όλες τις υπόλοιπες μορφές της, είναι αδρανής και παθητική. Η ενεργοποίησή της απαιτεί την παρουσία μιας οργανωτικής αρχής και μιας εξωτερικής δύναμης, οι οποίες την κατευθύνουν στην πραγματοποίηση ενός έργου. Δεν είναι τυχαίο ότι η φυσική φιλοσοφία από τον 17ο μέχρι τον 19ο αιώνα αναλώθηκε στην προσπάθεια κατανόησης και ελέγχου της δύναμης και κατόπιν της ενέργειας. Η ικανότητα του ανθρώπου να αξιοποιήσει αυτή τη γνώση για να θέτει την άψυχη ύλη στις υπηρεσίες του επισφραγίζει την ηγεμονία του στη φύση.

Ο ορισμός του Locke, όμως, υποκρύπτει έναν προβληματισμό που υπονομεύει το φαραωνικό οικοδόμημα της νεωτερικότητας. Η διάκριση ανάμεσα στην οργάνωση των υλικών μερών και τη δύναμη που τα ενεργοποιεί είναι ενδεχομενική. Δεν αντιλαμβάνονται όλοι οι πολιτισμοί και όλες οι εποχές την ύλη ως παθητική και άψυχη. Θα ήταν ακριβέστερο, μάλιστα, να πούμε ότι οι περισσότεροι πολιτισμοί, στο μεγαλύτερο μέρος της Ιστορίας, απέδιδαν ενεργητικότητα και σκοπό σε όλες τις μορφές της ύλης. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορείς να φτιάξεις μηχανές από μια τέτοια ύλη. Δεν μπορείς να φτιάξεις μηχανές από συνάρθρωση μερών καθένα από τα οποία έχει τη δική του προθετικότητα. Το μόνο που μπορείς να κάνεις σε έναν κόσμο όπου η ύλη έχει ενεργητικότητα και σκοπό είναι να συνδιαλέγεσαι μαζί της, να επικοινωνείς και να προσπαθείς να την κατευθύνεις μέσω της πειθούς. Αυτό λέγεται μαγεία και περιγράφει το πώς θα μπορούσε να είναι ο κόσμος, αν η τεχνολογία εκκινούσε από διαφορετικές φιλοσοφικές παραδοχές.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 78, στις 4 Ιανουαρίου 2020.

IMAGE CREDIT: Humani Victus Instrumenta: Ars Coquinaria, 1569

Ενέργεια

Η ενέργεια, αντίθετα απ’ ό,τι θα πίστευε κανείς, είναι πολύ πρόσφατη ανακάλυψη. Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα οι περισσότερες από τις φυσικές εκδηλώσεις που σήμερα συνδέονται με την έννοια της ενέργειας συνδέονταν κατά κύριο λόγο με τη δύναμη, και μάλιστα με μια πολύ χαλαρή εκδοχή του όρου: η μηχανική ώση, η δύναμη που «έχει» ένα κινούμενο σώμα, η δύναμη της θερμότητας, η δύναμη του ηλεκτρισμού, το φως κ.λπ. Γύρω στα μέσα του αιώνα, οι φυσικοί αρχίζουν να διατυπώνουν ο ένας μετά τον άλλο την αρχή διατήρησης μιας οντότητας που μπορεί να παίρνει διάφορες μορφές και μέσω των μετασχηματισμών της ζωογονεί τη φύση. Το δεύτερο μισό του αιώνα αφιερώθηκε στη διαμάχη γύρω από τη φύση της οντότητας που «ανακαλύφθηκε»: Τι είναι ενέργεια; Είναι ένα αβαρές ρευστό, μια διάσταση του θείου σχεδίου της Δημιουργίας ή μια μαθηματική αφαίρεση, που συμπυκνώνει τη δυναμική της αλλαγής στη φύση;

Όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές, η απάντηση δεν δόθηκε ποτέ. Η φυσική, αντίθετα από ό,τι αφήνει να εννοείται, ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με ερωτήματα οντολογίας. Αυτό που έγινε, όμως, είναι ότι επανιδρύθηκε η φυσική: η επιστήμη που γνωρίζουμε σήμερα θεμελιώνεται στην έννοια της ενέργειας, χωρίς να διερωτάται για τη φύση και την προέλευσή της. Αποφασιστικής σημασίας γι’ αυτή την εξέλιξη υπήρξε η δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση. Η ενέργεια, η διατήρησή της, οι μετατροπές και οι απώλειές της έγιναν το κατεξοχήν αντικείμενο ενός θεωρητικού και πρακτικού στοχασμού που είχε στόχο να τιθασεύσει τις δυνάμεις που έδωσε ο Θεός στη φύση και να τις θέσει στην υπηρεσία του βιομηχανικού καπιταλισμού. Κάτι πολύ περισσότερο, μάλιστα: να δείξει ότι ο κόσμος, όπως φτιάχτηκε από τον Θεό είναι συμβατός με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και, αντιστρόφως, ότι ο καπιταλισμός είναι ένα «φυσικό» σύστημα.

Ως αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, οι μηχανές που «παράγουν» ενέργεια και τα θεωρητικά μοντέλα που μελετούν τους «νόμους» της μετατροπής της απέκτησαν τέτοια φυσικότητα, που τους επέτρεψε να αποτελέσουν τη βάση για την κατανόηση ολόκληρης της φύσης: Ο κόσμος παύει να είναι ο σύνθετος, πλην απλοϊκός στη σύλληψή του, ωρολογιακός μηχανισμός του Καρτέσιου. Γίνεται μια μοντέρνα μηχανή που αυτορυθμίζεται μέσω της ανταλλαγής ποσοτήτων ενέργειας, και η γνώση του κόσμου γίνεται η γνώση των κανονικοτήτων και των περιορισμών που διέπουν αυτές τις ανταλλαγές. Αυτό δεν σημαίνει ότι η φυσική γνώση είναι μια μεταφορά – όπως δεν ήταν, εξάλλου, και στα χρόνια του Καρτέσιου. Αυτό που γνωρίζουμε θεμελιώνεται πάντοτε στην αντικειμενική πραγματικότητα. Ο τρόπος που το γνωρίζουμε, όμως, δεν θεμελιώνεται σε μια μεθοδολογική ουδετερότητα. Αντιθέτως, συμπυκνώνει τις κοινωνικές σχέσεις και τις σχέσεις εξουσίας του πλαισίου στο οποίο διαμορφώθηκε. Και, ως αποτέλεσμα, συντείνει στην περαιτέρω φυσικοποίηση αυτών των σχέσεων.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 9, στις 14.01.2017.