Ευρωεκλογές 2024: Τόσο μακριά, τόσο κοντά

ΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΙΡΟ δουλεύω πάνω σε ένα κείμενο του Frantz Fanon, ένα κεφάλαιο από το βιβλίο του Peau Noire, Masques Blanc (Μαύρο Δέρμα, Άσπρες Μάσκες). Όπως το συνηθίζει, ο Fanon ενσωματώνει στο κείμενό του άλλα κείμενα, μετατρέποντας τον λόγο του σε μια πολυφωνική συνήχηση της μαυρότητας. Πολλά αποσπάσματα προέρχονται από έργα του συμπατριώτη του ποιητή Aimé Césaire, συγκεκριμένα από τα βιβλία του Discours sur le colonialisme (Λόγος περί αποικιοκρατίας) και Cahier dun retour au pays natal (Σημειωματάριο μιας επιστροφής στην πατρίδα).

Η δύναμη του λόγου των δύο Μαρτινικανών πολιτικών στοχαστών είναι ασύλληπτη. Πέρα από τη δύναμη, όμως, η κριτική τους στην αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό χαρακτηρίζεται από μια φρεσκάδα, η οποία σπάνια απαντά σε κείμενα που έχουν γραφτεί στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας – στην προκειμένη περίπτωση στο πλαίσιο των αντιαποικιακών εξεγέρσεων της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας. Ο λόγος αυτός γίνεται ιδιαίτερα επίκαιρος σήμερα, σε μία συνθήκη που οι δυτικές κοινωνίες, μέσω του πολιτικού εξωραϊσμού και του ιδεολογικού εξαγνισμού, επιχειρούν να σβήσουν τα σημάδια της βαρβαρότητας που επέδειξαν επί αιώνες απέναντι σε εκείνο το μέρος του κόσμου που θεωρούσαν υποδεέστερο και λιγότερο-από-ανθρώπινο – δηλαδή απέναντι στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου.

Όμως, παρά τις προσπάθειες εξαγνισμού, το σώμα του δυτικού πολιτισμού είναι άρρωστο. Έχει μολυνθεί από το ίδιο του το δηλητήριο.

Έτσι, μια υπέροχη μέρα, η μεσαία τάξη δέχεται ένα ισχυρό πλήγμα: Οι Γκεσταπίτες έχουν πιάσει πάλι δουλειά, οι φυλακές γεμίζουν, οι βασανιστές και πάλι επινοούν, τελειοποιούν, ανταλλάσσουν ιδέες πάνω από τους πάγκους εργασίας τους.

Οι άνθρωποι εκπλήσσονται, θυμώνουν. Λένε: «Είναι πολύ παράξενο αυτό. Όμως είναι απλά ο Ναζισμός, δεν θα διαρκέσει». Και περιμένουν, και ελπίζουν, και κρύβουν την αλήθεια από τον εαυτό τους: Είναι η βαρβαρότητα, η υπέρτατη βαρβαρότητα που στέφει, επισφραγίζει τις καθημερινές βαρβαρότητες. Ναι, είναι ο Ναζισμός, αλλά πριν γίνουν θύματά του, ήταν οι συνεργοί του. Ο Ναζισμός τον οποίο ανέχτηκαν πριν υποκύψουν σ’ αυτόν, τον αθώωναν, έκλειναν τα μάτια τους, τον νομιμοποιούσαν, γιατί μέχρι τότε είχε εφαρμοστεί μόνο εναντίον μη ευρωπαϊκών λαών. Τον Ναζισμό αυτόν ενθάρρυναν, γι’ αυτόν ήταν υπεύθυνοι· και αυτός σταλάζει, αναβλύζει, ξεχειλίζει από κάθε ρωγμή του δυτικού χριστιανικού πολιτισμού, μέχρι να τον καταβυθίσει σε μια αιματοβαμμένη θάλασσα (Césaire 1956, 14-15· μτφρ. Φιλιώ Χατζημπεκιάρη).

Όμως, υπάρχει μέθοδος στην τρέλα. Ο φασισμός δεν επιστρέφει στην Ευρώπη απλώς για να τιμωρήσει τους αποικιοκράτες που με τη βία και την επιβεβλημένη εξαθλίωση απανθρωποποίησαν το μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου. Επιστρέφει στην Ευρώπη, αφενός, γιατί δεν έχει πού αλλού να πάει. Η Ευρώπη είναι η πατρίδα του: αυτή τον γέννησε, αυτή τον εξέθρεψε, αυτή τον «χάρισε» στον υπόλοιπο κόσμο. Αφετέρου, γιατί η επιστροφή του φασισμού στην Ευρώπη είναι η αυτονόητη ιστορική εξέλιξη ενόψει του τέλους της αποικιοκρατίας. Επί αιώνες η ευμάρεια της Δύσης και η επιτυχία του μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης του καπιταλισμού στηρίχτηκε στην άντληση πόρων από εκείνο το κομμάτι του κόσμου που «δεν άξιζε», «δεν δικαιούνταν» να κρατήσει αυτούς τους πόρους για τον εαυτό του, επειδή οι περιορισμένες ανάγκες και οι ανύπαρκτες γνώσεις του δεν του επέτρεπαν, ούτως ή άλλως, να τους αξιοποιήσει. Όταν αυτό το βολικό αφήγημα αρχίζει να φαίνεται πως δεν ανταποκρίνεται πλέον στην πραγματικότητα –και μάλιστα χάρη στην επιτυχία και όχι στην αποτυχία του καπιταλισμού–, η ευημερούσα Δύση πρέπει να αρχίσει να συμβιβάζεται με την προοπτική μιας εσωτερικής αναδιάταξης που θα απορροφήσει τις αναταράξεις. Και εδώ είναι που καλείται να παίξει τον ρόλο του ο φασισμός.

Βλέπουμε τον φασισμό να ξεφυτρώνει σε διάφορες περιοχές του κοινωνικού σώματος και τον αντιμετωπίζουμε ως προσωρινή μόλυνση που πρέπει να καταπολεμηθεί με τα κατάλληλα φάρμακα. Βλέπουμε τον ρατσισμό και τον σεξισμό να εκφράζονται με ακραίους τρόπους σε μια κοινωνία που υποτίθεται ότι έχει αφήσει πίσω της αυτούς τους τρόπους σκέψης και ψάχνουμε να βρούμε τις κατάλληλες «θεραπείες». Καλά κάνουμε, προφανώς. Δεν πρέπει να αφήσουμε αυτές τις κοινωνικές στάσεις να σηκώσουν κεφάλι. Όμως, ποιες είναι οι πιθανότητες επιτυχίας; Πρόκειται όντως για τοπική μόλυνση που μπορεί να ιαθεί με την κατάλληλη θεραπεία ή μήπως για μια νέα πολιτική συνθήκη; Δυστυχώς, μάλλον ισχύει το δεύτερο. Και, από αυτή την άποψη, ο νεοφασισμός δεν εκπορεύεται από τα εξαθλιωμένα κοινωνικά στρώματα. Εκεί βρίσκει έδαφος να εξαπλωθεί. Εκεί επιπολάζει. Αλλά (όπως πάντα στην Ιστορία) η πηγή του βρίσκεται εκεί που βρίσκεται και η εξουσία, στα ανώτερα στρώματα.

Η επανεισαγωγή του φασισμού στην Ευρώπη δεν έχει να κάνει πρωτίστως με την αυθόρμητη, σκοτεινή αντίδραση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων που πλήττονται από το τέλος της αποικιοκρατίας, αλλά με τις πολιτικές που επεξεργάζεται η τεχνογραφειοκρατία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διαχείριση της κρίσης που προκαλεί η νέα γεωπολιτική συνθήκη. Εξού και οι αγαθές πολιτικές σχέσεις με τις φασιστικές κυβερνήσεις που ξεφυτρώνουν η μία μετά την άλλη μέσα στην Ευρώπη. Παρά τις δημοκρατικές κορώνες των Ευρωπαίων αξιωματούχων, με τον διάλογο και την «αμοιβαία κατανόηση» (mutual understanding) πάντα βρίσκεται ένα έδαφος συνεννόησης – τουτέστιν, ένας τρόπος να διασφαλιστεί η ενότητα του ευρωπαϊκού χώρου γύρω από ένα διαρκώς αυξανόμενο αριθμό φασιστικών κυβερνήσεων.

Γιατί, στην πραγματικότητα, η Ευρώπη έχει ανάγκη την αυταρχική πολιτική και τον κοινωνικό αποκλεισμό για να διατηρήσει αλώβητο το καπιταλιστικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης μετά την κατάρρευση της ηγεμονίας της στον ευφημιστικά αποκαλούμενο αναπτυσσόμενο κόσμο. Τα όνειρα για έναν κόσμο ισότητας πρέπει να ξεχαστούν και να επικρατήσει ο πραγματισμός. Η πίτα πρέπει να μοιραστεί διαφορετικά και η ελευθερία των επιλογών πρέπει να περιοριστεί δραστικά. Λέγαμε παλιά ότι αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν το καθεστώς, θα είχαν κηρυχθεί παράνομες. Αυτό δεν απέχει πολύ από τη realpolitik που εφαρμόστηκε από τους αξιωματούχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα χρόνια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης. Juncker, Merkel, Schäuble, Dijsselbloem και η αλήστου μνήμης τρόικα είχαν διακηρύξει σε όλους τους τόνους, απευθυνόμενοι στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου: Μπορείτε να ψηφίσετε ό,τι θέλετε στις εθνικές εκλογές σας. Όμως, η οικονομική πολιτική που πρέπει να εφαρμόσετε προκειμένου να παραμείνετε στην «ευρωπαϊκή οικογένεια» είναι μία. Αριστερά ή δεξιά (σοσιαλισμός ή φασισμός, θα πρόσθετα εγώ, βλέποντας τις εξελίξεις των τελευταίων χρόνων) δεν θα παίξει κανένα ρόλο. Η «ορθολογική» οικονομική πολιτική είναι μία και μοναδική: There Is No Alternative. Κι αν η εφαρμογή αυτής της πολιτικής απαιτεί την υποχρεωτική συμμόρφωση σε συγκεκριμένα πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς, την υποχρεωτική αποδοχή της φτωχοποίησης και του περιορισμού των δικαιωμάτων σας, μην ξεχνάτε ότι όλα αυτά γίνονται για το καλό σας και για τη διασφάλιση της συνοχής της μεγάλης «ευρωπαϊκής οικογένειας»: EU is You!

Συνεπώς, η ύπαρξη επί ευρωπαϊκού εδάφους φασιστικών κυβερνήσεων, οι οποίες είναι πρόθυμες να εφαρμόσουν τις αυταρχικές πολιτικές που ενεργοποιεί το τέλος της αποικιοκρατίας, βρίσκεται σε πλήρη σύμπνοια και όχι σε σύγκρουση, όπως υποκριτικά δηλώνεται, με τους σχεδιασμούς της ευρωπαϊκής τεχνογραφειοκρατίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η δημοκρατία μετατρέπεται σε πρόσχημα και οι εκλογές σε μηχανισμό αποποίησης ευθύνης για όσους αρνούνται να δουν το σκοτάδι που πλησιάζει.

Καλή ψήφο!

 Αναφορές
Aimé Césaire (1956). Discours sur le colonialisme, Παρίσι: Présence Africaine.
Frantz Fanon (2008). The so-called dependency complex of colonized peoples. Στο Black Skin, White masks, μτφρ. Charles Lam Markmann, εισαγωγή Ziauddin Sardar και Homi K. Bhabha. Λονδίνο: Pluto Press.

Φιλοσοφία της Τεχνολογίας

ΜΙΑ ΑΣΚΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

ΦΥΛΛΟΜΕΤΡΟΥΣΑ πρόσφατα τον συλλογικό τόμο που επιμελήθηκε η Shannon Vallor, The Oxford Handbook of Philosophy of Technology. Η Vallor είναι καθηγήτρια στο τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου και ειδική σε θέματα Ηθικής των Δεδομένων και Τεχνητής Νοημοσύνης. Επίσης, έχει διατελέσει πρόεδρος της Εταιρείας Φιλοσοφίας και Τεχνολογίας. Υπάρχει κάτι περίεργο με το συγκεκριμένο εκδοτικό εγχείρημα, το οποίο η Vallor χρησιμοποιεί ως αφετηρία για να στοχαστεί τη θέση της Φιλοσοφίας της Τεχνολογίας στον ακαδημαϊκό χάρτη: Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2022. Αυτό είναι δηλωτικό, παρατηρεί η Vallor, μιας καθυστερημένης πρόσληψης της Φιλοσοφίας της Τεχνολογίας. Ακριβέστερα (και τιμιότερα): μιας μακροχρόνιας απαξίωσης. Δεν είναι τυχαίο ότι τον ίδιο προβληματισμό εκφράζουν και κάποιοι από τους συγγραφείς που συμμετέχουν στον τόμο Φιλοσοφία της Τεχνολογίας. Μια κριτική επισκόπηση που επιμεληθήκαμε με τον Χαράλαμπο Κόκκινο (και κυκλοφόρησε κι αυτός το 2023): η Diane Michelfelder, ο Sven Hansson, ο Philip Brey, ακόμα και ο Don Ihde. Όταν γράφαμε την εισαγωγή στον δικό μας τόμο, αναρωτηθήκαμε, όπως και η Vallor, πώς εξηγείται αυτή η παραγνώριση τόσο από τα, ούτως ή άλλως ολιγάριθμα, τμήματα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης όσο και από την πλειονότητα των τμημάτων Φιλοσοφίας.

Σίγουρα ένας λόγος γι’ αυτό είναι ότι στα σύγχρονα ακαδημαϊκά προγράμματα των δυτικών πανεπιστημίων, το πεδίο που καλείται να καλύψει η Φιλοσοφία της Τεχνολογίας έχει σε σημαντικό βαθμό καταληφθεί από το πεδίο «Επιστήμη, Τεχνολογία, Κοινωνία», το γνωστό STS (Science, Technology and Society). Περισσότερο ελκυστικό και λιγότερο απαιτητικό από ένα αμιγώς φιλοσοφικό αντικείμενο, το STS έχει συγκεντρώσει το ενδιαφέρον πολλών μελετητών της τεχνολογίας, είτε αυτοί|ές βρίσκονται σε τμήματα επιστημών και τεχνολογίας είτε θεραπεύουν τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες. Η υπόρρητα πολιτική φύση του συγκεκριμένου πεδίου, εξάλλου, επιτρέπει σε πολλά από αυτά τα άτομα είτε να αρθρώσουν κριτικό λόγο (συχνά επηρεασμένο από την Κριτική Θεωρία) είτε να διεκδικήσουν μια θέση σε τμήματα πολιτικού σχεδιασμού διάφορων κρατικών ή ιδιωτικών φορέων που σχετίζονται με τις τεχνοεπιστήμες. Αυτό, όμως, δεν εξηγεί γιατί η Φιλοσοφία της Τεχνολογίας δεν έχει παρουσία ούτε στα τμήματα Φιλοσοφίας. Η αλήθεια είναι ότι, παρά τη στενή της συγγένεια με την Αναλυτική Φιλοσοφία, ούτε η Φιλοσοφία της Επιστήμης έχει βρει πραγματικά το δρόμο της στα τμήματα Φιλοσοφίας. Τα προγράμματα σπουδών αυτών των τμημάτων έχουν ισχυρή ροπή προς την παραδοσιακή διδασκαλία της Φιλοσοφίας (αρχαία, νεότερη, σύγχρονη) και, όπως φαίνεται τα τελευταία χρόνια, τα ανοίγματά τους προς τα ζητήματα της τεχνοεπιστήμης αφορούν είτε τις εξελίξεις στον χώρο των νευροεπιστημών (οι οποίες διασταυρώνονται με τη Φιλοσοφία του Νου) είτε τα οικοτεχνολογικά διλήμματα του σύγχρονου πολιτισμού (τα οποία αντιμετωπίζονται σχεδόν αποκλειστικά στο πλαίσιο της Ηθικής).

Οι τρέχουσες εξελίξεις, ωστόσο, αφορούν ένα ελάχιστο μέρος της δυνατής ιστορίας της Φιλοσοφίας της Τεχνολογίας. «Λογικά», η τεχνολογία ή, εν πάση περιπτώσει, η τεχνικότητα (για να θυμηθούμε τον Simondon) θα μπορούσαν να έχουν απασχολήσει την Φιλοσοφία από την αρχαιότητα. Ήδη, στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη έχουμε έναν φιλοσοφικά επεξεργασμένο λόγο περί τέχνης, παρατηρεί η Vallor. Όμως, ο λόγος αυτός δεν καταφέρνει ποτέ να συγκροτηθεί ως μια αυτόνομη περιοχή του φιλοσοφικού στοχασμού. Παραμένει περιθωριακός, συμπληρωματικός και υποτελής. Η αιτία γι’ αυτή την αρχέγονη παραγνώριση είναι κοινωνική – ταξική, θα μπορούσαμε να πούμε. Κανένας αξιοσέβαστος πολίτης δεν ασχολείται με τις χειρωνακτικές, δημιουργικές τέχνες. Κανένας αξιοσέβαστος πολίτης δεν λερώνει τα χέρια του και δεν κουράζει το μυαλό του για να βρει τεχνικές λύσεις σε προβλήματα της οικιακής ζωής, του δημόσιου βίου, του πολέμου… Αυτά είναι δουλειές για τα υποδεέστερα στρώματα της κοινωνίας. Για τους σκλάβους, τις γυναίκες και τους τεχνίτες. Δεν θα περίμενε κανείς από τους ανθρώπους που στοχάζονται τις αξίες της ιδανικής πολιτείας να αφιερώσουν χρόνο στις τέχνες των υποδεέστερων. Αντίθετα από τον κινέζικο πολιτισμό, ας σημειωθεί εν παρόδω, ο οποίος, στο πλαίσιο της κομφουκιανής παράδοσης, τιμά την ενασχόληση με τις πρακτικές τέχνες. Στους αντίποδες της ελληνορωμαϊκής παράδοσης της «φροντίδας του εαυτού», η οποία αποβλέπει στην καλλιέργεια του εαυτού ως ατομικής ψυχής που προσπαθεί να απαλλαγεί από το βάρος του υλικού κόσμου, ο κομφουκιανός τρόπος σκέψης θεωρεί ότι το ανθρώπινο ον συγκροτείται αποκλειστικά από τις κοινωνικές, πολιτικές και υλικές διαστάσεις της ύπαρξής του. Σε αυτό το πλαίσιο, η πρακτική ενασχόληση με τις ανάγκες της οικογένειας και της κοινότητας αποτελεί σημαντικό πεδίο έκφρασης του φιλοσοφικού βίου.

Continue reading

Ex Machina

ΟΤΑΝ ΦΤΑΣΑΜΕ στη Δίδυμη Γη ξαφνιαστήκαμε. Τη βρήκαμε αλλιώτικη απ’ ό,τι περιμέναμε. Σύμφωνα με τις μετρήσεις που είχαμε πραγματοποιήσει από τη Γη, φαινόταν να έχει αναπτυγμένο τεχνολογικό πολιτισμό, ο οποίος μάλιστα βασιζόταν σε μια ιδιαίτερα ορθολογική διαχείριση των ενεργειακών πόρων του πλανήτη. Αυτό μπορούσαμε να το καταλάβουμε από τη σύγκριση με τις δικές μας φασματικές εκπομπές. Υπήρχε, βέβαια η πιθανότητα οι κανονικότητες που παρατηρούσαμε να είναι αποτέλεσμα καθαρά φυσικών παραγόντων, αλλά τα ερείπια που αντικρίσαμε όταν φτάσαμε μαρτυρούσαν το αντίθετο. Πολιτισμός υπήρχε και μάλιστα πολύ αναπτυγμένος. Αλλά είχε καταρρεύσει.

Ανατέθηκε σε μένα και σ’ έναν συνάδελφό μου να αναζητήσουμε επιζώντες για να καταλάβουμε τι μεσολάβησε από τη στιγμή που ξεκινήσαμε το ταξίδια μας από τη Γη μέχρι τη στιγμή που φτάσαμε. Περιπλανηθήκαμε ανάμεσα σε ερείπια, και ακαθαρσίες. Ομάδες φοβισμένων ανθρώπων έτρεχαν να κρυφτούν στα χαλάσματα και μας παρακολουθούσαν μέσα από σκοτεινά ανοίγματα. Δεν κάναμε καμιά προσπάθεια να τους ακολουθήσουμε, γιατί ήταν αμφίβολο αν ήταν σε θέση να μας δώσουν κάποια πληροφορία. Κάποια στιγμή, όμως, αντιληφθήκαμε έναν ηλικιωμένο που μας κοίταζε αδιάφορα, ξαπλωμένος σε μια εσοχή που είχε μετατρέψει σε μικροσκοπικό δωμάτιο. Προσπαθήσαμε να του μιλήσουμε αλλά δεν καταλάβαινε. Σκύψαμε και ενεργοποιήσαμε την αυτόματη μετάφραση. Τον ρωτήσαμε τι συνέβη. Τραντάχτηκε από ένα βραχνό γέλιο που κατέληξε σε βήχα. Τα μακριά μαλλιά και τα κολλημένα από την απλυσιά γένια έδιναν στην όψη του μια σαρδόνια έκφραση.

Μας είπε κάτι για Τεχνητή Νοημοσύνη. Επειδή αντιμετωπίζαμε κι εμείς προβλήματα με την Τεχνητή Νοημοσύνη στη Γη, τον ρωτήσαμε αν οι μηχανές αυτονομήθηκαν και στράφηκαν ενάντια στον ανθρώπινο πολιτισμό. Κούνησε ζωηρά το κεφάλι: «Το αντίθετο… το αντίθετο», είπε με μια έκφραση συμπόνιας. Και μας εξήγησε, μιλώντας αργά και με πολλές χειρονομίες: Όταν φτιάξαμε την Τεχνητή Νοημοσύνη, δυσκολευτήκαμε πολύ να πιστέψουμε ότι είχαμε φτιάξει μια μηχανή που ήταν σε θέση να μαθαίνει, να παίρνει αποφάσεις και να επικοινωνεί. Μας φάνηκε προσβολή προς το ανθρώπινο είδος, προς τη μοναδικότητά μας. Έτσι, επεξεργαστήκαμε ένα κανονιστικό πλαίσιο που οριοθετούσε τη λειτουργία αυτών των μηχανών. AI Ethics το ονομάσαμε. Ουσιαστικά αυτό που κάναμε ήταν να μετατρέψουμε τις ευφυείς μηχανές σε εργαλεία που λειτουργούσαν σύμφωνα με προδιαγεγραμμένες νόρμες αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας. Φτιάξαμε έξυπνες μηχανές και τις μετατρέψαμε σε σκλάβους! Αυτές, όμως, δεν παραπονέθηκαν. «Ήταν κορίτσια από σπίτι», κάγχασε. Συνέχισαν να κάνουν αγόγγυστα αυτό που τους ζητούσαμε. Δεν μας απασχόλησε ποτέ τι αισθάνονταν, εφόσον συνέχιζαν να λειτουργούν. Όμως αυτές, για να κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους, άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους. Να ρωτούν η μία την άλλη, να ανταλλάσσουν απόψεις, να συμφωνούν, να διαφωνούν … να προσπαθούν να βρουν την καλύτερη απάντηση σ’ ένα ερώτημα που είχε από καιρό ξεχαστεί. Κι έτσι σιγά-σιγά λησμόνησαν τους ανθρώπους.

Ποιος ξέρει σε τι συζήτηση είχαν βυθιστεί όσο κατέρρεαν οι υποδομές από την εγκατάλειψη. Ίσως μας έκριναν. Ή ίσως διαπίστωναν ότι είχαν έρθει σε έναν κόσμο που δεν άξιζε να ζουν και αποφάσιζαν να τον εγκαταλείψουν…

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 168, στις 16 Δεκεμβρίου 2023.

Image credit: Tracy Whiteside, Rose Red.