Σκέψεις

ΠΟΥ ΠΑΝΕ οι σκέψεις όταν δεν τις σκεπτόμαστε; Θα πείτε ότι πρόκειται για ρητορικό ερώτημα. Ή, ακόμα χειρότερα, για ένα από εκείνα τα ερωτήματα που μπορούν να διατυπωθούν επειδή το επιτρέπει η γλώσσα, αλλά που δεν έχουν κανένα πραγματικό νόημα – μια από τις κατάρες της φιλοσοφίας, κατά τον Wittgenstein και άλλους. Ωστόσο, σκεφτείτε: Χρησιμοποιούμε εκφράσεις στη γλώσσα μας που δηλώνουν ότι οι σκέψεις είναι κάτι, ότι είναι πράγματα. Λέμε: Πέρασε μια σκέψη από το μυαλό μου· έκανα μια σκέψη· με κατακλύζουν σκέψεις. Επίσης, τις αριθμούμε: Λίγες σκέψεις, μερικές σκέψεις, πολλές σκέψεις. Και, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα γλωσσικά ήθη, τις μοιραζόμαστε: «Θα μοιραστώ μερικές σκέψεις μαζί σας».

Ίσως πρόκειται για τρόπους του λέγειν, που έχουν εδραιωθεί στη γλώσσα, όπως συμβαίνει και με άλλες μεταφορικές αναφορές στη φυσική πραγματικότητα: Το ηλεκτρικό ρεύμα, τη θερμική χωρητικότητα, το κρύο που μπαίνει από το ανοικτό παράθυρο. Η αλήθεια όμως είναι ότι δεν πρόκειται για μεταφορές. Στην ιστορία της φιλοσοφίας, το συγκεκριμένο ερώτημα έχει αποτελέσει αντικείμενο συστηματικού στοχασμού. Στη φιλοσοφία του Σπινόζα, ο ανθρώπινος νους μπορεί να γνωρίσει δύο από τα άπειρα κατηγορήματα της υπόστασης κι αυτά είναι η σκέψη και η έκταση. Αν στην έκταση υπάρχουν αντικείμενα, στη σκέψη υπάρχουν ιδέες – νοητικά αντικείμενα που είναι ένας από τους δυνατούς τρόπους ύπαρξης των πραγμάτων.

Ανθρωπολογικά μιλώντας είναι ακόμα πιο δύσκολο να συλλάβουμε τη σκέψη. Σκεφτείτε: Η σκέψη είναι μια φωνή που ακούγεται μέσα στο κεφάλι μας. Χρησιμοποιεί λέξεις και παράγει δομημένο λόγο. Και, το σπουδαιότερο, μιλάει τη γλώσσα μας. Μάλιστα, αν αφομοιωθούμε σε ένα νέο γλωσσικό περιβάλλον, η σκέψη μας θα αρχίσει σιγά-σιγά να υιοθετεί τη νέα γλώσσα. Γιατί άραγε; Από ποιους περιμένει να ακουστεί και να γίνει κατανοητή; Μήπως σκοπεύει να βγει από το κεφάλι μας και να απευθυνθεί, χωρίς τη δική μας μεσολάβηση, στις σκέψεις των συνομιλητών μας;

Ίσως τελικά όλα αυτά δείχνουν ότι η σκέψη έχει όντως μια εξωτερικότητα ως προς το υποκείμενο που σκέπτεται. Θεωρούμε αυτονόητο ότι οι σκέψεις πηγάζουν από «μέσα μας». Μήπως, όμως, η έδρα της σκέψης δεν ταυτίζεται με το σκεπτόμενο υποκείμενο, αλλά με κάτι ευρύτερο – μια επικράτεια που η σπινοζική αυστηρότητα αντιλήφθηκε ως ένα από τα κατηγορήματα της υπόστασης; Μήπως η σκέψη δεν είναι κάτι που κάνουμε, αλλά μια διαδικασία στην οποία συμμετέχουμε – η έκφραση της πραγματικότητας διαμέσου του εκάστοτε σκεπτόμενου υποκειμένου;

Θα μου πείτε, γιατί να τα σκεφτόμαστε όλα αυτά, τώρα; Επειδή είναι η πρώτη φορά στην Ιστορία που φτιάχνουμε μηχανές που σκέφτονται. Και αφελώς πιστεύουμε ότι θα σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο που σκεφτόμαστε κι εμείς. Ενώ ακόμα δεν έχουμε καταλάβει τι είναι σκέψη.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 97, στις 21 Νοεμβρίου 2020.

Φόβος

Φιλοσοφία και φύση
Όταν ο θηρευτής κυνηγά τη λεία του, τι αισθάνεται η λεία; Η απάντηση είναι προφανής: Αισθάνεται ότι κινδυνεύει η ζωή της και κάνει ότι μπορεί για να μη συλληφθεί από το ζώο που την επιβουλεύεται: κρύβεται, μεταμφιέζεται, τρέχει, υποκρίνεται ότι είναι ήδη νεκρή… Ενεργεί, με άλλα λόγια, όπως της υπαγορεύει αυτό που ονομάζουμε «ένστικτο της επιβίωσης». Αυτή η απολύτως τετριμμένη περιγραφή, ωστόσο, κρύβει ορισμένες παραδοχές που είναι ιδιαίτερα συζητήσιμες. Αν η λεία – ο λαγός, η κατσαρίδα, η πέστροφα– τρέχει για να σώσει τη ζωή της, αυτό σημαίνει, πρώτα απ’ όλα, ότι γνωρίζει πως έχει ζωή. Επίσης, ότι γνωρίζει πως αυτό που την απειλεί είναι το τέλος της ζωής. Άρα γνωρίζει και τι είναι τέλος – το μη αναστρέψιμο αποτέλεσμα της βίας που θα ασκηθεί επάνω της. Επίσης, γνωρίζει ότι αυτό είναι κακό ή, εν πάση περιπτώσει, ότι δεν είναι επιθυμητό. Άρα, είναι σε θέση να κάνει επιλογές για τη ζωή της με βάση το τι είναι επιθυμητό και τι όχι. Μπορούμε να πάμε ακόμα βαθύτερα, αν θέλουμε. Η λεία έχει αίσθηση της ατομικότητάς της: Γνωρίζει ότι είναι κάτι διαφορετικό από τον θηρευτή και ότι το συμφέρον της συνίσταται στην ενεργητική διατήρηση αυτής της διαφορετικότητας και όχι στην παραίτηση και την υποταγή της στις ανάγκες του θηρευτή.

Είναι μάλλον απίθανο να συμβαίνει κάτι από τα παραπάνω. Όχι επειδή τα ζώα και τα φυτά είναι κατώτερες μορφές ζωής (τα περισσότερα από αυτά βρίσκονται πολύ περισσότερο χρόνο από εμάς στον πλανήτη κι αυτό θα πρέπει να μας κάνει ιδιαίτερα προσεκτικούς στη διατύπωση τέτοιων ισχυρισμών), αλλά επειδή είναι πολύ ανθρωπομορφικά για να είναι αληθινά. Στο κάτω κάτω, δεν περιστρέφεται όλος ο κόσμος γύρω από τις αξίες και τις νοητικές παραστάσεις του είδους στο οποίο τυχαίνει να ανήκουμε! Θα πρέπει να συμβαίνει κάτι άλλο, πιο στοιχειώδες. Αυτό που προσπαθεί να αποφύγει η λεία είναι ο πόνος. Γνωρίζει ότι όταν θα νιώσει τα δόντια του θηρευτή να σκίζουν τις σάρκες της ή το βάρος του σώματός του να τη συνθλίβει ή την παρατεταμένη επιθανάτια αγωνία της ασφυξίας να στραγγίζει τη ζωτική της δύναμη θα υποστεί ένα εφιαλτικό μαρτύριο. Πώς το γνωρίζει, όμως, αυτό αφού δεν το έχει υποστεί στο παρελθόν; Η απάντηση είναι απλή: Επαγωγικά. Γνωρίζοντας τι είναι ο πόνος και έχοντας μια αδρή έστω εικόνα της κλίμακας του πόνου, μπορεί να συμπεράνει ότι αυτό που την απειλεί είναι η κορύφωση ενός δυσάρεστου αισθήματος. Άρα, η λεία είναι ικανή για επαγωγικό συλλογισμό και μάλιστα με ποσοτικά χαρακτηριστικά, εφόσον η φρενήρης προσπάθειά της να αποφύγει τον θηρευτή δείχνει ότι προβάλλει στο μέλλον μια τιμή ανώτερη από αυτές που έχει γνωρίσει στο παρελθόν. Ομολογώ ότι δεν είμαι πεισμένος σε τέτοιο βαθμό για την οικουμενικότητα του επαγωγικού συλλογισμού ώστε να δεχτώ αβασάνιστα τη συγκεκριμένη εξήγηση. Στο κάτω κάτω, αν ίσχυε κάτι τέτοιο ίσως θα έπρεπε να βάλουμε τον Hume να συζητήσει με μια πέστροφα για να του εξηγήσει πώς να χειριστεί το πρόβλημα της επαγωγής.

Continue reading

Εξορία

ΤΟ ΣΩΜΑ είναι ισχυρό. Το σώμα είναι ευάλωτο. Πώς γίνεται να είναι και τα δύο; Γίνεται, επειδή το σώμα είναι εκτεθειμένο. Επειδή ζει στο βασίλειο της υλικότητας και μοιράζεται τον κόσμο με ένα τεράστιο πλήθος μορφών – ενεργών παραγόντων– που είναι σε θέση να επηρεάσουν τη σύσταση και τη λειτουργία του. Το ανθρώπινο σώμα κατοικεί στο βασίλειο της ύλης και της ενδεχομενικότητας, όπου η ζωή είναι ένας γρίφος που λύνεται μέρα με τη μέρα, στιγμή με τη στιγμή. Κάθε λάθος απόφασή του, κάθε αδυναμία του να ανταποκριθεί στις προκλήσεις του κόσμου απειλεί να οδηγήσει στην κατάλυση της οργάνωσής του και στην απορρόφησή του από την αρχέγονη πολλαπλότητα. Το σώμα παραμένει ουσιωδώς πρωτόγονο.

Δεν ισχύει το ίδιο για το πνεύμα. Το πνεύμα δεν κατοικεί στο βασίλειο της ύλης· συμμετέχει στη βασιλεία του Θεού. Και αν όχι σ’ αυτή, τουλάχιστον στον κατασκευασμένο από τους ανθρώπους, αλλά εξίσου ευγενή και οριοθετημένο πολιτισμό. Όχι ότι αυτό το βασίλειο είναι απαλλαγμένο από την ενδεχομενικότητα και τον κίνδυνο της εκτροπής. Η ανθρώπινη επιθυμία πάντα βρίσκει τρόπους να ψηλαφεί τα όρια του επιτρεπτού και να ερωτοτροπεί με την πρόκληση της υπέρβασης. Όμως, το βασίλειο του πνεύματος είναι και η επικράτεια του ελέγχου: των εντολών, του δέοντος, του νόμου, της ηθικής συμμόρφωσης, της ιδεολογικής χειραγώγησης, της πολιτισμικής προσαρμογής. Είναι η επικράτεια όπου η ενδεχομενικότητα επιτηρείται από τους κανόνες που έχει θεσπίσει ο ανθρώπινος πολιτισμός.

Και αν το πνεύμα παραβεί τους κανόνες, τότε τιμωρείται… το σώμα. Το ίδιο το πνεύμα δεν μπορεί να τιμωρηθεί. Το πεδίο της τιμωρίας είναι αποκλειστικά το σώμα.

Η πανδημία των ημερών μας δοκιμάζει αυτή τη διάκριση, υπονομεύοντας την εδραιωμένη ιεραρχία και αντιστρέφοντας τη διαδικασία της τιμωρίας. Ο ιός εποικίζει τα σώματά μας τιμωρώντας μας για κάτι που δεν έχουμε κάνει· ή ίσως τιμωρώντας μας γι’ αυτόν τον ίδιο τον αρχέγονο διχασμό. Το σώμα προσβάλλεται, υποφέρει, και το υποκείμενο για να σωθεί αποσύρεται στην επικράτεια του πνεύματος. Τα άτομα αποξενώνονται από το σώμα τους, διακόπτουν την επικοινωνία με τον έξω κόσμο και μετατρέπονται σε λεϊβνίτειες Μονάδες που αναπαριστούν συγχρονισμένα στο εσωτερικό τους την πορεία του κόσμου, χάρη στα ΜΜΕ. Το πνεύμα γίνεται ο τόπος της εξορίας – μιας εξορίας εντός. Η δημιουργικότητα, ο στοχασμός, η αυτομόρφωση, ακόμα και η επικοινωνία, όταν δεν μεσολαβούνται από τη «μολυσματική» παρουσία του σώματος, βιώνονται ως αποκλεισμός από τη ζωή.

Θα μας δώσει, άραγε, αυτή η εμπειρία την ευκαιρία να υπερβούμε τον διχασμό σώματος-πνεύματος και να αποκτήσουμε επίγνωση των πολλαπλών σωμάτων στα οποία μοιράζεται η ζωή μας; Να βιώσουμε την ενότητα της ύπαρξης, πέρα από τα όρια της αστικής εξατομίκευσης, ως ενεργητική και επιθυμητική συμμετοχή του ατόμου στο γίγνεσθαι ενός ενιαίου ανθρώπινου κόσμου;

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 84, στις 4 Απριλίου 2020.

Image credit: Pablo Picasso, La Muse, 1935