Επιστημονικές Διαμάχες

ΣΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ σημείωμα αναφέρθηκα στην εγκληματικών διαστάσεων βλακεία που επιχειρεί να εξαφανίσει τις διαμάχες από τη ζωή της επιστήμης. Θυμήθηκα, λοιπόν, μια ιστορία που δείχνει πόσο σημαντικό αλλά και πόσο πολύπλοκο φαινόμενο είναι οι επιστημονικές διαμάχες.

Ο Γαλιλαίος ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έστρεψε το τηλεσκόπιο στους ουρανούς. Μέχρι τότε η παρατήρηση των ουρανών με μεγεθυντικά μέσα ήταν αδιανόητη για δύο λόγους. Αφενός επειδή, σύμφωνα με την αριστοτελική κοσμολογία, η «υπερσελήνια» περιοχή του κόσμου ήταν ιερή και διέπονταν από διαφορετικούς κανόνες από εκείνους που ίσχυαν στην «υποσελήνια» περιοχή. Αφετέρου επειδή οι φακοί και τα κάτοπτρα ήταν, κυριολεκτικά, για τα πανηγύρια. Χρησιμοποιούνταν από απατεώνες και θαυματοποιούς για να παρουσιάσουν στις λαϊκές συνάξεις τον «άνθρωπο με τα δυο κεφάλια» και άλλα αξιοπερίεργα της φύσης. Συνεπώς, τόσο η οντολογική θεμελίωση όσο και η επιστημονική μεθοδολογία του εγχειρήματος του Γαλιλαίου παρουσίαζαν σοβαρά προβλήματα. Πώς είναι δυνατό να χρησιμοποιείς γήινα μέσα για να διακρίνεις την υφή των αιώνιων ουρανίων σωμάτων, όταν οι νόμοι της Οπτικής στους ουρανούς είναι ριζικά διαφορετικοί από εκείνους που ισχύουν στο κόσμο «της γενέσεως και της φθοράς»; Και μάλιστα όταν τα μέσα αυτά είναι διατάξεις που κατά κανόνα χρησιμοποιούνται για την εξαπάτηση και όχι για την ενίσχυση των αισθήσεων;

Το 1610, ο Γαλιλαίος δημοσιεύει τον Αγγελιαφόρο των Άστρων όπου παρουσιάζει τις ανακαλύψεις του συνοδευόμενες από λεπτομερή σχέδια. Η Σελήνη δεν έχει λεία επιφάνεια, αλλά είναι γεμάτη βουνά και κοιλάδες, ο γαλαξίας είναι μια συνάθροιση εκατομμυρίων αστέρων και ο Δίας περιβάλλεται από δορυφόρους, τους περίφημους Μεδικανούς πλανήτες. Η αντίδραση των αριστοτελικών φιλοσόφων δεν ήταν να σκύψουν στο τηλεσκόπιο για να ελέγξουν την ακρίβεια των ισχυρισμών του, όπως θα κάναμε σήμερα, αλλά να ερμηνεύσουν τις παρατηρήσεις του είτε ως «μετέωρα» (δηλαδή ως ατμοσφαιρικά φαινόμενα) είτε ως παραμορφώσεις των οφείλονται στην κακή ποιότητα των φακών. Ο Γαλιλαίος διακωμώδησε τον φίλο του Cesare Cremonini για την άρνησή του να κοιτάξει από το τηλεσκόπιό του ώστε να διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια την αλήθεια των λεγομένων του. Τι θα έβλεπε, όμως, ο Cremonini αν κοίταζε από το τηλεσκόπιο; Σήμερα γνωρίζουμε ότι η χαρτογράφηση της Σελήνης στον Αγγελιαφόρο των Άστρων ήταν αρκετά ακριβής. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι οι αριστοτελικοί φιλόσοφοι είχαν άδικο: Κάποιοι από τους κρατήρες που ζωγράφισε ο Γαλιλαίος ήταν όντως φανταστικά είδωλα που οφείλονταν στις παραμορφώσεις των φακών!

Seeing is not believing, στην προκειμένη περίπτωση· γιατί αυτό που βλέπω εξαρτάται από το εννοιολογικό πλαίσιο στο οποίο το εντάσσω. Κι αν κάποιος έπρεπε να αποδείξει ότι το εννοιολογικό του πλαίσιο ήταν έγκυρο, αυτός ήταν ο Γαλιλαίος κι όχι οι εκπρόσωποι μιας κοσμολογικής παράδοσης που μετρούσε περισσότερους από 17 αιώνες ζωής. Οι επιστημονικές διαμάχες είναι πολύπλοκα παιχνίδια εξουσίας που δεν λύνονται με επιστημονικά μέσα.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 118, στις 9 Οκτωβρίου 2021.

Γνώση για τυφλούς ανθρώπους

ΤΥΧΑΙΝΕΙ ΝΑ ΒΛΕΠΟΥΜΕ. Να είμαστε, δηλαδή, ως είδος εφοδιασμένοι με την ικανότητα της όρασης. Αυτή η ικανότητα, όμως, δεν συνδέεται με τη ζωή με μια σχέση μεταφυσικής αναγκαιότητας. Υπάρχουν μορφές ζωής, οι οποίες δεν τη διαθέτουν. Όλα τα φυτά, προφανώς, αλλά και πολλά ζώα. Επίσης, δεν είναι συνδεδεμένη αναγκαστικά με την ιδιότητα του ανθρώπου. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι οι οποίοι δεν διαθέτουν αυτή την ικανότητα. Αυτό δεν τους κάνει λιγότερο ανθρώπους. Και, φυσικά, ανάμεσα στο βλέπω και το δεν βλέπω υπάρχουν όλες οι ενδιάμεσες καταστάσεις. Αν λοιπόν, η ικανότητα της όρασης είναι βιολογικά ενδεχομενική, τότε πώς γίνεται η γνώση μας για τον κόσμο να στηρίζεται αποκλειστικά σε αυτή; Από πού αντλεί τη γνωσιολογική της ανωτερότητα έναντι όλων των άλλων αισθήσεων;

Είναι αλήθεια ότι η όραση μας επιτρέπει να γνωρίσουμε από απόσταση και ίσως αυτό αποτελεί εξελικτικό πλεονέκτημα με την έννοια της έγκαιρης αποφυγής του επερχόμενου κινδύνου. Είναι ασφαλέστερο να γνωρίζεις μέσω της όρασης παρά μέσω των άλλων αισθήσεων. Το ερώτημα όμως δεν είναι ανθρωπολογικό, αλλά γνωσιολογικό. Τι σημαίνει ότι η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από την όραση, ενώ οι υπόλοιπες αισθήσεις περιορίζονται στην παροχή συμπληρωματικών και συνήθως δευτερεύουσας σημασίας πληροφοριών; Χωρίς την υποστήριξη της όρασης, σίγουρα δεν θα υπήρχε η αστρονομία ή η γεωμετρία. Επίσης, δεν θα υπήρχαν οι πειραματικές επιστήμες που στηρίζονται στη μαρτυρία και την οπτική επιβεβαίωση των πειραματικών αποτελεσμάτων. Αλλά, και πάλι, το ερώτημα δεν είναι τι θα στερούμασταν από ένα υποτιθέμενα πλήρες σώμα γνώσης χωρίς την επικουρία της όρασης. Είναι: πώς θα ήταν ο κόσμος που γνωρίζουμε αν στη διαδικασία απόκτησης της γνώσης πρωταγωνιστούσαν άλλες αισθήσεις;

Είναι τυφλός […] ή μάλλον ‘βλέπει’ με εντελώς διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι εμείς. Δεν υπάρχουμε γι’ αυτόν, με την ίδια έννοια που υπάρχουμε ο ένας για τον άλλον. Εμείς αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλον από την όψη του προσώπου και του σώματος. Η όψη αυτή είναι για τον ωκεανό ένα ανοιχτό παράθυρο. Αυτός μπαίνει κατευθείαν στο μυαλό μας.
…………………………………………………………………….Stanislaw Lem, Solaris

Ανούσιες σοφιστείες, θα πείτε. Ωστόσο, σκεφτείτε: Πώς θα γνώριζε ένας Θεός τον κόσμο; Ασφαλώς η γνώση του δεν θα περιοριζόταν από τις ατελείς ανθρώπινες δεξιότητες. Ένας Θεός δεν θα έβλεπε τον κόσμο, θα τον αντιλαμβανόταν με όλους τους δυνατούς τρόπους. Πόσες διαφορετικές εκδοχές του κόσμου θα μπορούσε να γνωρίσει ο Θεός; Πώς θα μεταφραζόταν μια μορφή γνώσης του κόσμου σε μια άλλη; Και κυρίως: θα υπήρχε μια μορφή γνώσης στην οποία θα μπορούσαν να αναχθούν όλες οι υπόλοιπες; Δεδομένου ότι δεν υπάρχει τρόπος να αποδειχθεί πως αυτή η μορφή –αν υπήρχε– θα ήταν η όραση, το μόνο που επιτυγχάνουμε με την αναγνώριση της γνωσιολογικής πρωτοκαθεδρίας του οπτικού είναι η υποβάθμιση των τρόπων γνώσης που συνδέονται με τις υπόλοιπες αισθήσεις. Πόσοι κόσμοι δεν θα αποκαλύπτονταν «μπροστά στα μάτια μας» αν ποτέ ενεργοποιούσαμε γνωσιακά όλες τις αισθήσεις! Και πόσες προκλήσεις δεν θα αντιμετωπίζαμε στην προσπάθειά μας να μεταφράσουμε τη γνώση μας για έναν κόσμο στα εμπειρικά δεδομένα ενός άλλου!

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 96, στις 7 Νοεμβρίου 2020.

Image Credit: Εξωφυλλο της πρωτης αγγλικης εκδοσης του Solaris, Faber, Λονδινο 1971.

Φόβος

Φιλοσοφία και φύση
Όταν ο θηρευτής κυνηγά τη λεία του, τι αισθάνεται η λεία; Η απάντηση είναι προφανής: Αισθάνεται ότι κινδυνεύει η ζωή της και κάνει ότι μπορεί για να μη συλληφθεί από το ζώο που την επιβουλεύεται: κρύβεται, μεταμφιέζεται, τρέχει, υποκρίνεται ότι είναι ήδη νεκρή… Ενεργεί, με άλλα λόγια, όπως της υπαγορεύει αυτό που ονομάζουμε «ένστικτο της επιβίωσης». Αυτή η απολύτως τετριμμένη περιγραφή, ωστόσο, κρύβει ορισμένες παραδοχές που είναι ιδιαίτερα συζητήσιμες. Αν η λεία – ο λαγός, η κατσαρίδα, η πέστροφα– τρέχει για να σώσει τη ζωή της, αυτό σημαίνει, πρώτα απ’ όλα, ότι γνωρίζει πως έχει ζωή. Επίσης, ότι γνωρίζει πως αυτό που την απειλεί είναι το τέλος της ζωής. Άρα γνωρίζει και τι είναι τέλος – το μη αναστρέψιμο αποτέλεσμα της βίας που θα ασκηθεί επάνω της. Επίσης, γνωρίζει ότι αυτό είναι κακό ή, εν πάση περιπτώσει, ότι δεν είναι επιθυμητό. Άρα, είναι σε θέση να κάνει επιλογές για τη ζωή της με βάση το τι είναι επιθυμητό και τι όχι. Μπορούμε να πάμε ακόμα βαθύτερα, αν θέλουμε. Η λεία έχει αίσθηση της ατομικότητάς της: Γνωρίζει ότι είναι κάτι διαφορετικό από τον θηρευτή και ότι το συμφέρον της συνίσταται στην ενεργητική διατήρηση αυτής της διαφορετικότητας και όχι στην παραίτηση και την υποταγή της στις ανάγκες του θηρευτή.

Είναι μάλλον απίθανο να συμβαίνει κάτι από τα παραπάνω. Όχι επειδή τα ζώα και τα φυτά είναι κατώτερες μορφές ζωής (τα περισσότερα από αυτά βρίσκονται πολύ περισσότερο χρόνο από εμάς στον πλανήτη κι αυτό θα πρέπει να μας κάνει ιδιαίτερα προσεκτικούς στη διατύπωση τέτοιων ισχυρισμών), αλλά επειδή είναι πολύ ανθρωπομορφικά για να είναι αληθινά. Στο κάτω κάτω, δεν περιστρέφεται όλος ο κόσμος γύρω από τις αξίες και τις νοητικές παραστάσεις του είδους στο οποίο τυχαίνει να ανήκουμε! Θα πρέπει να συμβαίνει κάτι άλλο, πιο στοιχειώδες. Αυτό που προσπαθεί να αποφύγει η λεία είναι ο πόνος. Γνωρίζει ότι όταν θα νιώσει τα δόντια του θηρευτή να σκίζουν τις σάρκες της ή το βάρος του σώματός του να τη συνθλίβει ή την παρατεταμένη επιθανάτια αγωνία της ασφυξίας να στραγγίζει τη ζωτική της δύναμη θα υποστεί ένα εφιαλτικό μαρτύριο. Πώς το γνωρίζει, όμως, αυτό αφού δεν το έχει υποστεί στο παρελθόν; Η απάντηση είναι απλή: Επαγωγικά. Γνωρίζοντας τι είναι ο πόνος και έχοντας μια αδρή έστω εικόνα της κλίμακας του πόνου, μπορεί να συμπεράνει ότι αυτό που την απειλεί είναι η κορύφωση ενός δυσάρεστου αισθήματος. Άρα, η λεία είναι ικανή για επαγωγικό συλλογισμό και μάλιστα με ποσοτικά χαρακτηριστικά, εφόσον η φρενήρης προσπάθειά της να αποφύγει τον θηρευτή δείχνει ότι προβάλλει στο μέλλον μια τιμή ανώτερη από αυτές που έχει γνωρίσει στο παρελθόν. Ομολογώ ότι δεν είμαι πεισμένος σε τέτοιο βαθμό για την οικουμενικότητα του επαγωγικού συλλογισμού ώστε να δεχτώ αβασάνιστα τη συγκεκριμένη εξήγηση. Στο κάτω κάτω, αν ίσχυε κάτι τέτοιο ίσως θα έπρεπε να βάλουμε τον Hume να συζητήσει με μια πέστροφα για να του εξηγήσει πώς να χειριστεί το πρόβλημα της επαγωγής.

Continue reading