Αστικά Μαθηματικά

ΑΜΦΙΣΒΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΟΧΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΦΥΛΗΣ

του Emmanuel Lizcano

ΤΙ ΘΑ ΣΥΜΒΕΙ αν αντιστρέψουμε το βλέμμα του εθνομαθηματικού; Πώς θα έβλεπε ένας επαγγελματίας της κινέζικης άλγεβρας τα μαθηματικά που ανέπτυξαν άνθρωποι όπως ο Γαλιλαίος ή ο Καρτέσιος; Αναμφίβολα θα έβλεπε έναν λαό αδέξιο στον χειρισμό μαθηματικών εξισώσεων. Θα έβρισκε «ίχνη» εννοιών όπως το zheng (θετικοί αριθμοί), το fu (αρνητικοί αριθμοί), και το wu (μηδέν), χρησιμοποιημένα όμως με πρωτόγονο τρόπο. Θα παρατηρούσε ότι ο πιο αξιοσέβαστος διανοητής τους, ο Immanuel Kant, ακόμα συζητούσε κατά πόσο το fu είναι καν αριθμός, αποκαλώντας το «αρνητικό», λες και του έλειπε κάτι, ή σαν να ήταν κάτι κακό. Θα έβλεπε τις «απαρχές» λειτουργιών όπως το xiang xiao μέσω των οποίων οι Κινέζοι πρόγονοί του έλυναν συστήματα γραμμικών εξισώσεων με πολλούς αγνώστους από αμνημονεύτων χρόνων. Και θα εξοργιζόταν όταν μάθαινε ότι αυτή η μέθοδος είχε αντιγραφτεί παράνομα και είχε μελετηθεί στην Ευρώπη ως η μέθοδος του Gauss, χωρίς ίχνος αναφοράς στην καταγωγή της.

Όμως αν ο μαθηματικός μας ήταν επίσης και ανθρωπολόγος, δεν θα έβλεπε μονάχα ανικανότητα, υπεροψία και λεηλασία στους Ευρωπαίους σύγχρονούς του. Θα έβλεπε, επίσης, ότι τα μαθηματικά τους δεν είχαν εξελιχθεί περαιτέρω, εξαιτίας των πεποιθήσεων που ίσχυαν σε αυτή την παράξενη φυλή. Θα έλεγε ότι τα εξωτικά μαθηματικά των Ευρωπαίων εξέφραζαν έναν ιδιαίτερο τρόπο θεώρησης του κόσμου και των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων.

Για παράδειγμα, θα εξηγούσε ότι οι δυσκολίες των Ευρωπαίων με την έννοια του wu, το οποίο ενστικτωδώς αποκάλεσαν «μηδέν», σχετίζονται με τον βαθύ φόβο της κουλτούρας τους για το κενό, ο οποίος οδήγησε τους φυσικούς τους να γεμίσουν τον χώρο με μυστηριώδη ρευστά, όπως ο «αιθέρας» και εξανάγκαζε τους ζωγράφους τους να γεμίζουν τους καμβάδες τους με μπογιά, χωρίς ποτέ να αφήνουν να φανεί ο άδειος (wu) καμβάς. Πώς να μην θεωρήσουν ότι μονάχα οι θετικοί αριθμοί είναι φυσικοί, όταν γι’ αυτούς τους ανθρώπους υπήρχαν μονάχα πράγματα με οντότητα κι όλα τα άλλα ήταν απλή φαντασία;

Αυτό που αποκαλούμε μαθηματικά μπορεί να κατανοηθεί ως το ξεδίπλωμα μιας σειράς τυπικών συμβάσεων, που χαρακτήριζε μια συγκεκριμένη φυλή από την Ευρώπη και τον τρόπο που τα μέλη της κατανοούσαν τον κόσμο. Εφόσον οι πρώτοι μαθηματικοί κατοικούσαν σε πόλεις ή άστεα, μπορούμε να αποκαλούμε αυτή τη φυλή «αστική φυλή» και τα μαθηματικά τους «αστικά μαθηματικά». Αυτά τα μαθηματικά, με τα οποία οι περισσότεροι από εμάς έχουμε έρθει σε επαφή, αντανακλούν έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο αντίληψης του χώρου και του χρόνου, ταξινόμησης και διάταξης του κόσμου, σύλληψης του τι είναι και τι δεν είναι δυνατόν. Το γεγονός ότι αυτά τα μαθηματικά έχουν καταφέρει να αποκρύψουν τις προλήψεις και τις προκαταλήψεις πάνω στις οποίες στηρίχτηκαν και το ότι, ως εκ τούτου, επιβλήθηκαν σε όλες τις άλλες φυλές και τους λαούς, δεν αποτελεί επαρκή λόγο για να θεωρούνται μοντέλο όλων των πιθανών μαθηματικών.

Ας αναλογιστούμε την αριθμητική που απεικονίζεται σε έναν πίνακα από νεφρίτη στην αρχαία Κίνα: «Το Tso tchouan εξιστορεί τις διαβουλεύσεις ενός πολεμικού συμβουλίου: Πρέπει να γίνει επίθεση στον εχθρό; Ο αρχιστράτηγος τείνει προς την ιδέα της μάχης, όμως χρειάζεται την υποστήριξη των υφισταμένων του κι έτσι ξεκινάει ζητώντας την άποψή τους. Δώδεκα στρατηγοί συμμετέχουν στο συμβούλιο, συμπεριλαμβανομένου και του αρχιστράτηγου. Τρεις στρατηγοί αρνούνται να μπουν σε μάχη και οκτώ επιθυμούν να πολεμήσουν. Οι οκτώ είναι πλειοψηφία και απαιτούν να αναγνωριστούν ως τέτοια. Ωστόσο, για τον αρχιστράτηγο, η γνώμη των οκτώ ψήφων δεν είναι πιο σημαντική από εκείνη των τριών: To τρία αποτελεί σχεδόν ομοφωνία, που είναι κάτι πολύ διαφορετικό από την πλειοψηφία. Ο αρχιστράτηγος δεν θα πολεμήσει. Αλλάζει γνώμη. Η άποψη που υποστηρίζει, δανείζοντάς της την προσωπική του φωνή, καθιερώνεται ως η ομόφωνη άποψη».

Σε αυτή τη συγκεκριμένη αριθμητική, οι αριθμοί έχουν νοήματα που οι δικοί μας δεν έχουν. Σύμφωνα με τον Marcel Granet, για τους Κινέζους, «οι αριθμοί δεν έχουν στόχο να εκφράσουν μεγέθη, αλλά να προσαρμόσουν συγκεκριμένες διαστάσεις στις αναλογίες του σύμπαντος. Αντί να μετρούν, αντιτίθενται ο ένας στον άλλον και αφομοιώνουν. Δηλαδή τα πράγματα δεν μετριούνται. Εμπεριέχουν τα δικά τους μέτρα. Είναι τα ίδια οι μετρήσεις τους».

Continue reading

Μικρογεύματα

ΕΓΡΑΦΑ στο προηγούμενο φύλλο πως ό,τι έχουμε μάθει για τη φύση και τον εαυτό μας στα νεότερα χρόνια προέρχεται από τη σχολαστική παρατήρηση, την υπομονετική ταξινόμηση και τη συστηματική γενίκευση των θραυσμάτων γνώσης που αποκομίζουμε από την επαφή μας με τον κόσμο. Η σοφία (ή αυτό που την αντικατέστησε στη νεοτερικότητα) είναι αποτέλεσμα της σύνθεσης των αποτελεσμάτων αυτής της συλλογικής προσπάθειας –της θεσμισμένης επιστήμης.

Τι ακριβώς κάνουμε, όμως, όταν συνθέτουμε τα αποτελέσματα της επιστημονικής εργασίας; Είπαμε ότι η νεότερη επιστήμη εκκινεί από την καταστατική αδυναμία του ανθρώπου να συλλάβει την πραγματικότητα ενορατικά. Έτσι αναγκάζεται να τη γνωρίσει τμηματικά, σε «μικρά γεύματα» (piecemeal). Ο στόχος της επιστήμης είναι να παραγάγει επιβεβαιωμένες αλήθειες για επιμέρους όψεις της φυσικής ή κοινωνικής πραγματικότητας και στη συνέχεια να συνθέσει αυτές της αλήθειες για να συλλάβει την πραγματικότητα ως όλον. Σαν να τρώμε, δηλαδή, τα συστατικά ενός φαγητού ξεχωριστά και μετά να αναθέτουμε στο μυαλό μας να συνθέσει τη γεύση του φαγητού από την εμπειρία των επιμέρους γεύσεων. Και μάλιστα, για να είμαστε σύμφωνοι με τη διάκριση ανάμεσα σε εργάτες/τριες της γνώσης και ειδικούς, σαν να αναθέτουμε τη σύνθεση της καθολικής εμπειρίας σε ένα μυαλό που κατοικεί σε άλλο σώμα ή βρίσκεται σε άλλη διάσταση από εκείνη στην οποία εκδηλώνονται οι εμπειρίες των επιμέρους γεύσεων.

Προφανώς, το σχήμα αυτό δεν δουλεύει στη γαστρονομία. Μάλιστα, η λεγόμενη μοριακή γαστρονομία κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση (ενδιαφέρον: με τη βοήθεια της επιστήμης). Στοχεύει, δηλαδή, να προσφέρει αμιγείς γεύσεις, απαλλαγμένες από το «φορτίο» της ύλης – την απόλυτη γευστική εμπειρία σε μορφή αέρα. Στην επιστήμη, αντίθετα, κάτι τέτοιο δεν είναι αποδεκτό. Η a priori σύλληψη του όντος ως όλου, είτε πρόκειται για το κύτταρο και τον κρύσταλλο είτε για το δάσος και την πόλη, θεωρείται ότι εισάγει στον επιστημονικό λόγο μη αποδεκτές κατηγορίες. Έννοιες όπως η ζωή, η εμπειρία ή η επικοινωνία δεν μπορούν να εξηγήσουν – πρέπει να εξηγηθούν οι ίδιες αναγόμενες σε αυτόνομες μικροσκοπικές εκφράσεις της άψυχης και παθητικής ύλης. Αυτό σημαίνει ότι η «πραγματική πραγματικότητα» υφίσταται σε μια και μοναδική διάσταση, στην κοπιώδη ανάβαση από το μικροσκοπικό στο μακροσκοπικό. Η ζωή πρέπει να αναχθεί σε χημικές αντιδράσεις στο εσωτερικό του κυττάρου και η εμπειρία σε νευρικές διεργασίες στο εσωτερικό του εγκεφάλου. Με αυτό τον τρόπο η επιστήμη απαλλάσσεται, ασφαλώς, από τις χίμαιρες και τις φαντασιοκοπίες της Μεταφυσικής και του Ρομαντισμού, πληρώνοντας όμως ένα σοβαρό αντίτιμο: μετατρέποντας αυτό που είναι άμεσα δεδομένο στις αισθήσεις σε μυστήριο. Πώς παράγεται η ζωή από την άψυχη ύλη; Πώς παράγεται η συνείδηση από τις νευρικές διεργασίες; Οι επιστήμονες που έρχονται αναγκαστικά αντιμέτωποι με αυτά τα ερωτήματα το γνωρίζουν: η επιστήμη δεν ήρθε να λύσει τα μυστήρια του κόσμου, αλλά να μετατρέψει τον κόσμο σε μυστήριο

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 142, στις 22 Οκτωβρίου 2022.

Image credit: Francisco Goya, El sueño de la razón produce monstruos, 1799.

Σοφία

Ο JEAN LE ROND D’ALEMBERT υπήρξε εξέχων μαθηματικός και ένας από τους χαρακτηριστικότερους εκφραστές του Γαλλικού Διαφωτισμού. Σε ένα άρθρο του για την «πειραματική φιλοσοφία» που περιλαμβάνεται στην περίφημη Εγκυκλοπαίδεια κάνει μια ενδιαφέρουσα δήλωση. Είναι κρίμα, γράφει, που δεν μπορούμε να συλλάβουμε την πραγματικότητα ενορατικά· να συλλάβουμε, δηλαδή, τα φαινόμενα μαζί με τις αιτίες τους. Αυτή η αδυναμία έχει να κάνει με τους περιορισμούς των νοητικών ικανοτήτων του ανθρώπου, γι’ αυτό είναι ανυπέρβλητη. Έτσι, αναγκαζόμαστε να καταφύγουμε στο πείραμα και στην επαγωγή. Ο d’Alembert βλέπει την πειραματική επαγωγή ως ένα φτωχό υποκατάστατο της αυθεντικής γνωστικής διαδικασίας, που δεν θα μπορούσε να είναι παρά εποπτική, καθολική και ακαριαία (τουτέστιν ενορατική).

Και όμως, σε αυτή την ανεπαρκή μέθοδο θεμελιώθηκε το γιγαντιαίο οικοδόμημα της σύγχρονης επιστήμης. Ό,τι έχουμε μάθει για τη φύση και για τον εαυτό μας προέρχεται από τη σχολαστική παρατήρηση, την υπομονετική ταξινόμηση και τη συστηματική γενίκευση των θραυσμάτων γνώσης που αποκομίζουμε από την επαφή μας με τον κόσμο. Στην πραγματικότητα, η οικειοθελής αποδοχή της γνωσιολογικής μας ανεπάρκειας σηματοδοτεί το πέρασμα από το ιδεώδες της καθολικότητας στο ιδεώδες της μεθόδου – από τον κόσμο της σοφίας στον κόσμο της επιστήμης. Και αυτό που κινητοποιεί τη συγκεκριμένη μετάβαση δεν είναι ασφαλώς η γοητεία της ατέλειας και της αποσπασματικότητας, αλλά ο διαφαινόμενος εκδημοκρατισμός της γνωστικής διαδικασίας.

Η επιστήμη έχει θέση για όλους, όχι μόνο για όσους έχουν το (συχνά ταξικό) προνόμιο να εποπτεύουν την πραγματικότητα από απόσταση και να συλλαμβάνουν την γενική κίνηση των πραγμάτων. Αυτή ακριβώς η δυνατότητα εκθρόνισης των αυθεντιών είναι που κινητοποιεί τους πρωταγωνιστές της Επιστημονικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού· αυτή η ίδια δυνατότητα είναι που μετατρέπει τη μαζικοποιημένη πλέον επιστήμη σε βασική κοινωνική δύναμη της νεοτερικότητας. Η ιδέα είναι ότι τώρα όλοι μπορούν να συμβάλλουν στην παραγωγή της γνώσης, όχι ως φωτισμένοι στοχαστές, αλλά ως εργάτες που, ακολουθώντας την κατάλληλη μέθοδο, θα φωτίζουν τη μια σκοτεινή γωνιά της φύσης μετά την άλλη. Η σοφία θα είναι το αποτέλεσμα αυτής της συλλογικής προσπάθειας και θα προέλθει από τη σύνθεση των αποτελεσμάτων της επιστημονικής εργασίας.

Μόνο που τα πρόσωπα που κάνουν αυτή τη σύνθεση δεν είναι τα ίδια με τα πρόσωπα που παράγουν τη γνώση. Όλοι μπορούν να συμμετάσχουν στη συναγωγή, τον έλεγχο και την επικύρωση των επιστημονικών αποτελεσμάτων. Δεν μπορούν όμως όλοι να συμμετάσχουν στη συγκέντρωση και τη σύνθεση αυτών των αποτελεσμάτων από τις οποίες προκύπτουν κατανοητές εικόνες της πραγματικότητας. Το σημείο στο οποίο η επιστημονική γνώση προσεγγίζει τη σοφία είναι και το σημείο στο οποίο η δημοκρατία υποχωρεί για να δώσει τη θέση της στην αυθεντία των ειδικών που αντλούν το κύρος τους όχι από την προνομιακή τους σχέση με τη γνώση, αλλά από την προνομιακή τους σχέση με την εξουσία.

Δημοσιεύτηκε στο Πρίσμα αρ. 141, στις 8 Οκτωβρίου 2022.